3.9.07

Βιβλιοκριτική: "Μπάιρον εναντίον Έλγιν. εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2004"

Για το Λόρδο Byron κατά τη διάρκεια των εκατόν ογδόντα χρόνων από το θάνατό του και των διακοσίων δεκαέξι από τη γέννησή του έχουν ειπωθεί πάρα πολλά ανά τον κόσμο. Η ζωή του και το έργο του ενέπνευσε ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες και ερευνήθηκε διεξοδικά σε διδακτορικά και μελέτες που οδήγησαν σε μια τεράστια εργογραφία. Επομένως, «ο ρομαντικός ποιητής», «ο ενσαρκωτής της ελευθερίας», «ο καρμπονάρος», «ο κακός και επικίνδυνος εραστής», αλλά «άνθρωπος με ήθος», «το φωτισμένο μυαλό με τη θυελλώδη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα», «ο πολύ καλός πολιτικός και διπλωμάτης»-χαρακτηρισμοί που τους συναντάμε στα κείμενα της συγκεκριμένης εκδοτικής προσπάθειας- θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν χρειαζόταν άλλο ένα βιβλίο. Η αξία όμως αυτής της εκδοτικής προσπάθειας του Πάνου Τριγάζη έγκειται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα μιλάμε και γράφουμε συχνά για τον φιλελληνισμό του Λόρδου Byron και ελάχιστα για τον ποιητή, το «εύρος του πνεύματός του και τη δύναμη της διανόησής του», για την οποία γίνεται λόγος από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, στον πρόλογο του Ζυλ Ντασέν.
Πολύ εύστοχα ο Πάνος εφιστά την προσοχή μας στο γεγονός ότι όλοι μας γνωρίζουμε το Λόρδο Byron στις εθνικές μας εορτές από το δημοτικό και ορθότατα αφήνει να εννοηθεί ότι η γνωριμία μας με αυτήν την ιστορική προσωπικότητα περιορίζεται σε αυτό. Πύρινοι λόγοι έμπλεοι πατριωτισμού από δάσκαλους, σκιαγραφούν μια καρικατούρα του Λόρδου Byron, που είναι άξιος μνείας μονάχα γιατί έδωσε τη ζωή του για τον εθνικοαπελευθερωτικό μας αγώνα και στην καλύτερη περίπτωση να προστεθούν σε αυτήν την καρικατούρα πιπεράτες λεπτομέρειες για την προσωπική του ζωή.
Τι θα έλεγαν όλοι αυτοί οι φωτισμένοι μας δάσκαλοι που περιορίζοντας τις αναφορές τους στους αγώνες του Μπάιρον για την ανεξαρτησία μας, περιόρισαν ουσιαστικά και μας απέτρεψαν και αποτρέπουν και τα σημερινά παιδιά από την γνωριμία με τον ποιητικό φιλελεύθερο λόγο μιας μεγάλης μορφής, αν διάβαζαν όσα ακολουθούν σταχυολογημένα από επιστολές του Μπάιρον;
«Οι Έλληνες», γράφει ο Μπάιρον, «ποτέ δε θα γίνουν ανεξάρτητοι: ποτέ δε θα αποκτήσουν εθνική κυριαρχία, και Θεός φυλάξοι αν ποτέ το πετύχουν! Όμως μπορεί να είναι υπήκοοι ενός κράτους χωρίς να είναι σκλάβοι. Οι δικές μας αποικίες δεν είναι ανεξάρτητες, είναι όμως ελεύθερες και παράγουν έργο, και το ίδιο θα μπορούσε να γίνει με την Ελλάδα στο μέλλον.»[1]. «Μου αρέσουν οι Έλληνες», αναφέρει σε άλλη επιστολή, «που είναι όλο γαλιφιές και κατεργαριές, με όλα τα τουρκικά ελαττώματα, αλλά χωρίς το θάρρος των Τούρκων. —Ωστόσο, μερικοί είναι γενναίοι…»[2]. Και αλλού πάλι αγωνιά: «Η αντιπολίτευση λέει ότι θέλουν να με τουμπάρουν και το κόμμα που είναι στην εξουσία λέει ότι οι άλλοι θέλουν να με ξεμυαλίσουν, είναι λοιπόν δύσκολη η θέση μου ανάμεσα στις δυο πλευρές,…αν αυτοί οι κύριοι έχουν πράγματι κάποιο αθέμιτο συμφέρον και ανακαλύψουν το αδύνατο σημείο μου δηλαδή μια τάση να άγομαι και να φέρομαι και ρίξουν δίπλα μου μια ωραία γυναίκα με ταλέντο στις πολιτικές ή όποιες άλλες μηχανορραφίες-θα κατάφερναν να με κοροϊδέψουν, κάτι που πιθανώς δεν είναι δύσκολο ακόμα και χωρίς τέτοια μέσα.»[3].
Όσα προηγούνται δεν αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του φιλελληνισμού του Μπάιρον, αλλά καταδεικνύουν ότι η συστράτευσή του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων δεν υπήρξε απόρροια ενός μεταφυσικού ρομαντισμού, ούτε μιας ουσιοκρατικής πρόσληψης του Ελληνικού έθνους, των Ελλήνων. Δεν τον τύφλωνε καμία ρομαντική διάθεση, ούτε έψαχνε την ευδαιμονία της Αρκαδίας, των Κυθήρων. Ήταν εις γνώση του η χαώδης πολιτική κατάσταση, οι διχόνοιες και ο αλληλοσπαραγμός των Ελλήνων. Ο Μπάιρον, όμως, στάθηκε στον αγώνα των Ελλήνων, όπως και στην αποτυχημένη ιταλική επανάσταση ενάντια στον αυστριακό ζυγό, εξήρε τις προσπάθειες των Ισπανών αγωνιστών να αποτινάξουν το ζυγό της σκλαβιάς στο ποίημα Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, γιατί πάλευε πρώτα και κύρια για τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης. Ο Μπάιρον είτε ως πολιτικός, είτε ως ποιητής αγωνιζόταν και αγωνιούσε για τα ήδη ταλαιπωρημένα και φθαρμένα στην εποχή του γεννήματα της Δυτικής Ευρώπης, για τα λαβωμένα σημαινόμενα της ατομικής ελευθερίας, αλλά και της εθνικής κυριαρχίας, της πολιτικής ελευθερίας, της ελευθερίας της συνείδησης. Ο Μπάιρον, τα προτάγματά του, οι αγώνες του και οι αγωνίες του είναι, αλίμονο, επίκαιρες και σήμερα.
Επέλεξε στην εποχή του ο Μπάιρον το παράδειγμα της κατάστασης των Ελλήνων για να χλευάσει την υποκρισία των τότε κραταιών ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν συσταθεί και είχαν συμπεριλάβει στα Universitae τους τα ελληνικά ιδεώδη της ελευθερίας, αλλά αδιαφορούσαν για το ζυγό και τον αγώνα των Ελλήνων. Ποιος/ποια σήμερα διαβάζοντας τους ίδιους ακριβώς στίχους από Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ δεν θα μειδιούσε αναλογιζόμενη τι συμβαίνει εν έτη 2004 στο παγκόσμιο προσκήνιο, οπου ευνομούμενες χώρες με καλά εδραιωμένη αστική δημοκρατία κοιτούν αμήχανα την αιματοχυσία των αμάχων, των παιδιών; Ρητορικό το ερώτημα.
Διαχρονική η σκέψη του λοιπόν και πικρά, ανυπόφορα επίκαιρη. Όπως άλλωστε και το ποίημα του Η Κατάρα της Αθηνάς που την έριξε πάνω στο κεφάλι του Έλγιν για τη λεηλασία των γλυπτών του ιερού βράχου. Αιώνες μετά και η κατάρα της Μινέρβα δεν νουθέτησε τους «ανόητους σαν τον γεννήτορά τους» και τα «ακρωτηριασμένα κούτσουρα της τέχνης»[4] που κοσμούσαν σαλόνια, στέκονται και σήμερα κολοβά και κακορίζικα μνημεία στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου. Πως θα μπορούσε ο μαχητής των αρχών της δικαιοσύνης, της ηθικής, του σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων αλλά και του σεβασμού της τέχνης να δεχτεί αδιαμαρτύρητα τον πολιτιστικό «βιασμό» της Αθήνας με την καταστροφή του Παρθενώνα;
Με αιφνιδίασε ευχάριστα το κείμενο της κας Ντόκου, στο οποίο επιχειρείται η ανάδειξη του έργου του Λόρδου Μπάιρον με τη βοήθεια των αναλυτικών εργαλείων που μας προσφέρει το έργο του γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά.. Με πρωτότυπο κατ’εμέ, ριψοκίνδυνο κατ’άλλους τρόπο, η κα Ντόκου κάνει εξαιρετική χρήση των ντεριντιανών εργαλείων για να δείξει ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων δεν ήταν κατά τον Μπάιρον, a priori άξιος και εύκολος να υπηρετηθεί από πολίτες μακρινών χωρών- χαρακτηριστικές είναι οι επιστολές του Μπάιρον στις οποίες αναφέρεται σε όσους επέστρεψαν στις πατρίδες τους απογοητευμένοι από τη συμπεριφορά των Ελλήνων προς εαυτούς και όσους είχαν ταξιδέψει για να στηρίξουν τον αγώνα τους-. Ότι ακόμα ο φιλελληνισμός του Μπάιρον και η λατρεία του, η αντίληψη του για την Αθήνα ως λίκνου της ελευθερίας δεν ήταν μια ιστορική πραγματικότητα, αλλά μια λυρική ιδέα που θα χρησίμευε στις προσπάθειες του για την αναγέννηση του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος περνούσε περίοδο κρίσης. Και η Ελλάδα είτε μέσω του ανατολίτικου παρόντος της, είτε μέσω του κλασικού της παρελθόντος θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του «άλλου», όπως θα έλεγε ο Ντεριντά, επαναπροσδιορίζοντας και αποδομώντας την ούσα σε παρακμή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Και ακόμα περισσότερο, ο Μπάιρον με τις συχνά κολακευτικές αναφορές του στους Τούρκους προσδιόριζε και συγκροτούσε την ελληνική ταυτότητα και με συμπληρωματικό, αλλά και με παραπληρωματικό τρόπο. Ήταν ο Τούρκος το «επικίνδυνο συμπλήρωμα» της υπό σύσταση εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, θα μας προκαλούσε ο Ντεριντά. Για τον Μπάιρον δεν υπάρχουν a priori οι καλοί Έλληνες και οι κακοί Τούρκοι. Μας δείχνει με τα γραπτά του και με την ίδια του τη ζωή ότι δεν πρέπει να διακρίνουμε τον κόσμο μανιχαϊκά, αλλά με σεβασμό στον άλλο, στη διαφορετικότητα, στη σοβαρότητα της πολιτικής συγκυρίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οφείλουμε να παραιτούμαστε του συνεχούς αγώνα για τις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας, της ατομικής ελευθερίας της ελευθερίας της συνείδησης, της δικαιοσύνης.
Η ζωή και το έργο του Λόρδου Μπάιρον θα ήταν σημαντικό ακόμα και αν δεν είχε καυτηριάσει με την πένα του την κλοπή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ακόμα και αν δεν είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, στις 19 Απριλίου 1824, αγωνιζόμενος για την εθνική μας ανεξαρτησία και «βρίζοντας μέσα στη βροχή», όπως γράφει σε μια του επιστολή, «τους Έλληνες που δεν έλεγαν να δώσουν ένα χέρι κατά το ξεφόρτωμα των εφοδίων του Κομιτάτου και παραλίγο να αχρηστεύσουν τις εύφλεκτες ύλες μας»[5].
Για του λόγου το ασφαλές, για την οικουμενικότητα και επομένως τη διαχρονικότητα των αγώνων του, των ανησυχιών του και του έργου του, ο λόγος πάλι στον ίδιο, σε μια επιστολή του που αποδεικνύει περίτρανα ότι δυστυχώς και σήμερα η παρακαταθήκη του έργου είναι τραγικά επίκαιρη.«Αν πάω εκεί», γράφει ο Μπάιρον, «- θα βάλω τα δυνατά μου να τους μάθω να φέρονται στους αιχμαλώτους τους πιο πολιτισμένα- και αν θα μπορούσα να σώσω μια ζωή- είτε ελληνική είτε τουρκική- θα ζούσα “mihi carior” [φιλαίτερος εμαυτώ]- και θα εμπιστευόμουν περισσότερο τους φίλους μου.»[6]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Δούκα-Καμπίτογλου, Α. (2004), Ρομαντικός Φιλ-Ελληνισμός στην Αγγλία του 19ου Αιώνα. Ποίηση και Πολιτική, στο Τριγάζης Πάνος,(επιμ.&εισαγ.) « Μπάιρον εναντίον Έλγιν», Αθήνα, Ταξιδευτής, σελ. 63.
[2] Βλ. Επιστολή του Λόρδου Byron της 3ης Μαΐου 1810 στο Henry Drury, στο Marchand L.A (επιμ., εισαγ. & σχολ), (1996), «Λόρδου Μπαϋρον, Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824», Αθήνα, Ιδεόγραμμα, σελ. 54.
[3] Βλ. Επιστολή του Λόρδου Byron της 25ης Οκτωβρίου 1823 στο Charles F. Barry, στο Marchand L.A (επιμ. εισαγ. & σχολ), (1996), «Λόρδου Μπαϋρον, Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824», Αθήνα, Ιδεόγραμμα, σελ.. 171-172.
[4] Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά είναι από την κ. Δούκα-Καμπίτογλου, Α. (2004), Ρομαντικός Φιλ-Ελληνισμός στην Αγγλία του 19ου Αιώνα. Ποίηση και Πολιτική, στο Τριγάζης Πάνος,(επιμ.&εισαγ.) «Μπάιρον εναντίον Έλγιν», Αθήνα, Ταξιδευτής, σελ. 59, 60.

[5] Βλ. Επιστολή του Λόρδου Byron της 5ης Φεβρουαρίου 1824 στον Charles Hancock, στο Marchand L.A (επιμ. εισαγ. & σχολ), (1996), «Λόρδου Μπαϋρον, Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824», Αθήνα, Ιδεόγραμμα, σελ.. 220.
[6] Βλ. Επιστολή του Λόρδου Byron στον Hobhouse, στο Marchand L.A (επιμ. εισαγ. & σχολ), (1996), «Λόρδου Μπαϋρον, Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824», Αθήνα, Ιδεόγραμμα, σελ.. 26.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 2004