30.6.08

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ – ΆΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ (επιμ.), |Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, Κοινωνικές, Ψυχαναλυτικές και Πολιτικές Όψεις της Γενοκτο

Στις 14 του περασμένου Μαΐου κορυφώθηκαν οι εορτασμοί του Ισραήλ για τα 60 χρόνια από την ίδρυσή του. Παράλληλα, διαμαρτυρίες οργανώθηκαν σε αρκετά μέρη του κόσμου για τα 60 χρόνια από τη Νάκμπα, δηλαδή την παλαιστινιακή Καταστροφή, την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της γης τους, για τους Παλαιστίνιους. 1948-2008, και η επέτειος των 60 χρόνων ανακαλεί διαφορετικές αναμνήσεις και συναισθήματα για τους δύο λαούς, που ζουν στην ίδια, πολύπαθη περιοχή του κόσμου μας. Είναι καιρός τώρα, που αναφαίνεται επιτακτική η ανάγκη αναστοχασμού, σχετικά με τις σύγχρονες θεωρίες μηδενισμού και άρνησης του Ολοκαυτώματος, σχετικά με την επανεμφάνιση μιας νέας «εβραιοφοβίας», ενός νέου αντισημιτισμού.

Μια τέτοια προσπάθεια, που δυστυχώς είναι η μοναδική για την ελληνική κοινωνία, την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους διανοουμένους της, αποτελεί ο ανά χείρας συλλογικός τόμος, συνέχεια της πρωτοβουλίας διεξαγωγής μιας ημερίδας, υπό την αιγίδα του Τομέα Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Συγκριτικής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, σε συνεργασία με την Ψυχιατρική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τον Μάιο του 2005.

Μια εξαιρετική απόπειρα, μια τελεσφορούσα προσπάθεια ανίχνευσης στη σύγχρονη πολιτική, κοινωνική και οικονομική συγκυρία των αιτιών ανάδυσης ξενοφοβικών αντιλήψεων, αρχετυπικών προκαταλήψεων και αντισημιτικού λόγου. Μια προσπάθεια που έχουμε ανάγκη όλες κι όλοι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν από τις πρώτες σελίδες του προλογικού σημειώματος η Βασιλική Γεωργιάδου και ο Άλκης Ρήγος, «ως ανθρώπινα βουλευόμενα όντα, ως Πολίτες του κόσμου»[1].

Μια πολύτιμη προσπάθεια, στα θολά νερά που έχουν δημιουργηθεί από την εγκληματική πολιτική του κράτους του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων και του Λιβάνου, στο βούρκο όπου αναβιώνει εκ νέου «ένας παμπάλαιος αντιεβραϊσμός»[2], όπως ορθά επισημαίνεται στο εισαγωγικό κείμενο. Ανεπίτρεπτοι συμψηφισμοί, κι ένας επικίνδυνος πολιτικά μανιχαϊκός λόγος, έχει οδηγήσει σε μια περίεργη ανοχή για «την ολιγωρία της ελληνικής πολιτείας (και κοινωνίας) να αναγνωρίσει ότι η άδικη εξόντωση 62.500 Εβραίων, του 87% των ντόπιων Εβραίων, την αφορά, όσο τουλάχιστον και η επέτειος της γενοκτονίας των Αρμενίων της Τουρκίας»[3]. Ψιθυριστά, και χωρίς νόημα πια σε επετείους που ετεροχρονισμένα παραδέχονται τον άλλοτε πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, γίνεται η παραδοχή ότι αναμφισβήτητα «η ιστορία της Θεσσαλονίκης μετά τα τέλη του 15ου αιώνα είναι η ιστορία της εβραϊκής Θεσσαλονίκης»[4]. Και πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει τούτο, αφού πολιτεία και πολίτες ασκήθηκαν σε μια λήθη που φτάνει, έως και σήμερα, στο να αγνοείται ότι οι μοναδικοί εκτελεσθέντες βουλευτές του κοινοβουλίου της ήταν οι Δαβίδ Σουλάμ και Μισέλ Καζές, Εβραίοι βουλευτές της εκλογικής περιφέρειας Θεσσαλονίκης.[5]

Η δυσκολία της αναβίωσης της μνήμης της συλλογικής εξόντωσης Εβραίων πολιτών δεν αφορά μονάχα την ελληνική πολιτεία. Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ επισημαίνει, ότι «η θέσπιση του εορτασμού αυτής της επετείου [της απελευθέρωσης του στρατοπέδου του Άουσβιτς] είναι πολύ πρόσφατη και, βέβαια, όχι τυχαία: η ημέρα αυτή επελέγη από τους Ευρωπαίους υπουργούς Παιδείας, το 2002, ως ημέρα μνήμης της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης από το ναζιστικό καθεστώς»[6], με την Ελλάδα να ακολουθεί ύστερα από 2 χρόνια. Διεθνώς, αποδεικνύεται ότι η ανάδυση της συγκεκριμένης μνήμης ήταν επώδυνη και διήρκεσε πολλές δεκαετίες, προσκρούοντας σε αταβιστικά αντανακλαστικά και βαθιές στο χρόνο εδραιωμένες προκαταλήψεις. Με εμβριθή έρευνα και της ελληνικής ιστοριογραφίας, υπογραμμίζει τις δυσκολίες αποτύπωσης της γενοκτονίας και στην ελληνική μνήμη, εξετάζοντας το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, «γιατί η ανάδυσή της, την ίδια δεκαετία που η μνήμη αυτή έπαιρνε κάποια έκταση, τη δεκαετία του 1980, είδε να αναφύεται η ‘αναθεώρηση’ -που συχνά έφτανε στην πλήρη άρνηση- αυτής της εξόντωσης;»[7]

Στις καίριες απαντήσεις που δίνονται στο πιο πάνω ερώτημα, έρχεται να προστεθεί η εισήγηση του Νικόλα Βουλέλη, για το «χειρότερο πλαίσιο ή περιβάλλον: τα ΜΜΕ»[8], όπου η ανάδυση της επώδυνης αυτής μνήμης ακολούθησε αντίστοιχη πορεία της περίεργης ανοχής και λήθης, ενώ ταυτόχρονα η κατασκευή και διαιώνιση ρατσιστικών αντιλήψεων περίσσεψε και συνεχίζει να περισσεύει. «Πιστεύω», σημειώνει ο εισηγητής, «ότι, στο ζήτημα της γενοκτονίας, καθοριστικός είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ». Και συνεχίζει: «και στους δυο τομείς είμαστε πολύ πίσω. Με το Ολοκαύτωμα και την παραμελημένη ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων στην Ελλάδα -όπως και με το συμπλήρωμά της με τη διάσωση αρκετών άλλων- νιώθω την ίδια αγωνία με την ιστορία της Αριστεράς και της Αντίστασης σε αυτόν τον τόπο».[9]

Στο βαρύ πλήγμα για το ναρκισσισμό των ευρωπαίων, παιδιών του Διαφωτισμού και των Επαναστάσεων, ρίχνει φως η εισήγηση της Δέσποινα Παπαδημητρίου, με καίρια θέματα της ιστοριογραφίας του ναζισμού και της ανάδυσης του, σε μια χώρα που θέλει να ανήκει στην παράδοση του Ορθού Λόγου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ενώ με τα ψυχιατρικά και ψυχαναλυτικά εργαλεία που παρατίθενται από τον Πέτρο Χαρτοκόλλη και την Αριέλλα Ασέρ, πέφτει άπλετο φως στους μηχανισμούς δημιουργίας, κατανόησης και, επομένως, αντιμετώπισης της ρατσιστικής συμπεριφοράς, αλλά και του τραύματος των θυμάτων. Το ερώτημα, «Τι συνέπεια έχει η περιοριστική αναγωγή της ‘Shoah’ σε τραύμα;»[10], βρίσκει πειστική απάντηση.

Τα πολιτικά αναλυτικά εργαλεία έχουν σειρά για να ορίσουν την κατανόηση των ιδεολογικών μεταμορφώσεων του αντισημιτισμού στη μεταπολεμική Ευρώπη, τη διαχείριση της ενοχικής μεταπολεμικής συνείδησης έναντι του υπάρχοντος αποθέματος της αντισημιτικής προκατάληψης, τον καταστατικό χαρακτήρα της ξενοφοβίας στο ολοένα ισχυροποιούμενο ακροδεξιό λόγο. «Ο λόγος της άκρας δεξιάς κινητοποιεί το υπάρχον ψυχικό απόθεμα σε προκαταλήψεις, επιτρέποντας να εκδηλωθεί ένας άγριος θυμός, που καταλαμβάνει όσους νιώθουν αδύναμοι και απειλημένοι από την παρουσία του κάθε ‘Ξένου’”»[11], τονίζει η Βασιλική Γεωργιάδου.

Ένας αντισημιτικός λόγος που δεν είναι εύκολα αντιληπτός και που σίγουρα δεν εντοπίζεται από όσους «νανουρίζονται στο ρυθμό της αρχής της ευχαρίστησης και της κατανάλωσης»[12], προσθέτει ο Θάνος Λίποβατς. Ο λόγος των παλαιών φαντασιώσεων περί εθνικής ακεραιότητας και ομοιογένειας, που μονίμως απειλείται με την επιμόλυνση του και την καταστροφή του καθαρού μυθικού του παρελθόντος και των αξιών του. Εκείνος ο λόγος που σχεδόν με αδιαφοροποίητο τρόπο εμφανίζεται για να δικαιολογήσει περιπτώσεις εθνοκαθάρσεων, όπως εκείνη της Σρεμπρένιτσα, ή γενοκτονιών όπως εκείνη της Shoah. Όμως, αν κανείς δεν θέλει, τονίζει ο Λίποβατς –και τούτο είναι ένα εξαιρετικό συμπέρασμα, έτσι όπως κατέχει τις τελευταίες γραμμές του συλλογικού τόμου- να επαναληφθούν οι «ίδιες καταστροφικές εμπειρίες και τα λάθη του παρελθόντος, τότε η ανάμνηση της Shoah, της Σρεμπρένιτσα και άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, πρέπει να κατασκευάσουμε με συμβολικά μέσα την άμυνα ενάντια στις διάφορες μορφές του μηδενισμού».[13]


[1] Βλ. Γεωργιάδου Βασ.& Ρήγος Άλ. (2007), Προλογικό Σημείωμα, στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 13.

[2]Βλ. Ρήγος Άλκης. (2007), Εισαγωγή στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 17.

[3] Βλ. Μόλχο Ρένα (2007), Προβλήματα ένταξης της Γενοκτονίας στη συλλογική εθνική μνήμη: Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 23.

[4] Βλ. Δώδος Δημοσθένης (2007), Η Θεσσαλονίκη προς τον 20ο αιώνα. Το τέλος της ανεκτικής πόλης στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 43.

[5] Βλ. στο ίδιο, σελ. 57 κ.ε.

[6] Βλ. Βαρών-Βασάρ Οντέτ (2007), Άουσβιτς: Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 58.

[7] Βλ. στο ίδιο, σελ. 71 κ.ε.

[8] Βλ. Βουλέλης Νικόλας (2007), Γενοκτονία και ΜΜΕ στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 93.

[9]Βλ. στο ίδιο, σελ. 98 κ.ε.

[10]Βλ. Ασέρ Αριέλλα (2007), Απόγονοι Θυμάτων και Θυτών: Τραύματα της ιστορίας στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 135.

[11]Βλ. Γεωργιάδου Βασ. (2007), Ιδεολογικές μεταμορφώσεις του αντισημιτισμού στη μεταπολεμική Ευρώπη στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 154.

[12] Βλ. Λίποβατς Θάνος (2007), Ο συγκαλύμμενος αντισημιτισμός στο Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του. Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της Γενοκτονίας, Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 157,

[13] Βλ. στο ίδιο, σελ. 165 κ.ε.


Άρθρο της Ρένας Δούρου στην Κυριακάτικη Αυγή 30/06/2008