Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά
Δ. Αγγελάτος, Ν. Βαλαβάνη, Γ. Βέης, Κ. Βούλγαρης, Αλ. Δεληγιώργη, Δ. Δημηρούλης, Στ. Δημητρίου, Τ. Δημητρούλια, Αλ. Ζήρας, Τ. Καγιαλής, Λ. Καζαντζάκη, Δ. Καργιώτης, Α. Kαρίτζης, Β. Κάσσος, Β. Λαμπρόπουλος, Ά. Μαραγκόπουλος, Ν. Μαυρέλος, Γ. Μερτίκας, Γ. Μηλιός, Κ. Μπάσιος, Γ. Μπλάνας, Δ. Παπανικολάου, Π. Ρηγοπούλου, Στ. Ροζάνης, Γ. Ρωμανός, Δ. Σεβαστάκης, Ν. Σεβαστάκης, Π.-Ι. Στανγκανέλλης, Α. Σπυροπούλου, Γ. Σταθάκης, Ε. Τσακαλώτος, Κ. Χριστόπουλος, Χρ. Χρυσόπουλος
εκδόσεις Το πέρασμα, σελ. 287
Ο τόμος αυτός αποθησαυρίζει μία από τις σπάνιες στιγμές των πνευματικών μας χρονικών. Αποτυπώνει μια δημόσια συζήτηση, που έλαβε χώρα στη βάση της εκρηκτικής συνύπαρξης τριών εννοιών, στη ρευστή περιοχή που ορίζουν τρία γνωστικά πεδία: Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά.
Για 14 εβδομάδες, 33 πένες συναντήθηκαν στις φιλόξενες σελίδες των «Αναγνώσεων», από τις 9 Μαρτίου μέχρι τις 29 Ιουνίου 2008. Χωρίς διαγκωνισμούς και τη γνωστή έπαρση, χωρίς υπονομεύσεις και ναρκισσιστικές νομιμοποιητικές αποφάνσεις, 33 σύγχρονοι διανοητές, από διαφορετικές τάσεις, σχολές και ρεύματα (με τις γυναίκες να είναι λιγότερες -- πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί;) αναμετρήθηκαν με καίρια ερωτήματα, ώστε να μπορεί κανείς να πει, χωρίς ίχνος υπερβολής, πως όλη τούτη η εργώδης απόπειρα αποτελεί ένα συνοπτικό corpus, μιας σύγχρονης, πολυφωνικής θεωρίας. Όχι ένα πανόραμα ιδεών, αλλά μια ενδιαφέρουσα σύμπλεξη, της αγωνίας της σκέψης και της μορφής, με τον αγώνα να αλλάξουμε τον κόσμο.
Όλα ετέθησαν υπό αμφισβήτηση, χωρίς το φόβο της βεβήλωσης παραδεδομένων αληθειών. Ακόμα και αυτή η 11η μαρξική θέση για τον Φόιερμπαχ! Και, το πιο σπουδαίο, με την έγνοια να βρεθούν εκείνες οι απαντήσεις, που δεν ικανοποιούν απλώς την ανάγκη να εγκαθιδρυθούν καινούριες «αλήθειες» και βεβαιότητες, στη θέση εκείνων που κατέρρευσαν, αλλά να ανοιχθούν νέοι ορίζοντες, που θα αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, τίθεται από τον επιμελητή του τόμου Κώστα Βούλγαρη το κρίσιμο ερώτημα: γιατί ακόμη χρειαζόμαστε τη θεωρία; Πώς δικαιολογείται η σύζευξη άρθρων που αφορούν την κριτική, τη λογοτεχνία, την πολιτική, την οικονομία και την ψυχανάλυση; Ποιος ο λόγος να εμπλακούμε σε πειράματα «ξεπερασμένα» και ενδεχομένως οχληρά για κάποιους;
Και μάλιστα σήμερα, που με μια πρώτη ματιά, η κάθε πλευρά, το κάθε γνωστικό πεδίο, φαίνεται να περιορίζεται στον οικείο χώρο του, και επίσης φαίνεται να έχει πάψει από καιρό να υπάρχει εκείνη η εναγώνια, επίμονη, ίσως και αγχωτική αναζήτηση κοινών τόπων, γιατί οι συγγραφείς του τόμου αποπειρώνται να βρουν σημεία διαλόγου και συνάντησης; Μήπως πρόκειται για αλαζονεία;
Μήπως, άραγε, δεν παράγεται θεωρητικός λόγος, μήπως δεν πλημμυρίζουν οι προθήκες των βιβλιοπωλείων από τίτλους και πολύχρωμα εξώφυλλα, μήπως δεν γεμίζουν τα πολιτιστικά μονόστηλα με βιβλιοπαρουσιάσεις, μήπως δεν εξελίσσονται πανεπιστημιακές καριέρες με τη συγγραφή βαρυσήμαντων θεωρητικών εγχειριδίων, ικανών να επιλύσουν κάθε «απορία» μας;
Όμως, γνωρίζουμε ότι όλα αυτά τα περισπούδαστα συνήθως συνθέτουν περίκλειστα περιβάλλοντα, αρκούντως αυτοαναφορικά, κάποιες φορές μάλιστα κατάλληλα να υπηρετήσουν μονάχα τον ίδιο το λόγο της ύπαρξής τους, και από εκεί δεν έχουμε να αναμένουμε τίποτα το ουσιώδες. Ούτε ως πολίτες, όταν αρκούμαστε στη μακάρια εικόνα των γκουρού του διεθνούς θεωρητικού ριζοσπαστισμού, που φιγουράρουν σε παραπομπές διδακτορικών και σε αποστροφές πολιτικών ομιλιών. Ούτε η τέχνη, όταν επαφίεται στις ορέξεις των εντεταλμένων των «πολιτιστικών ιδρυμάτων» και αλυσίδων, που δίνουν τον τόνο και διαμορφώνουν το μαζικό γούστο, διαχειριζόμενοι ακόμη και την «αμφισβήτησή» τους.
Η ιστορική στιγμή είναι εξόχως μεταβατική. Ο Θεός φαίνεται να έχει πεθάνει προ πολλού, μαζί του και το υποκείμενο, οι μεγάλες αφηγήσεις κατέρρευσαν, ή/και αποδομήθηκαν, για να αντικατασταθούν από την τυραννία των μικρών, από την ηγεμονία του μερικού, από την πλημμυρίδα της περιπτωσιολογίας. Ακόμα και ο λόγος της επιστήμης αμφισβητείται. Ενώ διακηρύσσεται ή διαπιστώνεται ο «θάνατος» της λογοτεχνίας, της κριτικής, της ίδιας της αλήθειας, περισσεύουν οι σκιαμαχίες για το εάν το νεωτερικό ή το μετα-νεωτερικό θα απαλύνει το πένθος τόσων θανάτων.
Ο πολιτικός χώρος, του οποίου η καταστατική πράξη ίδρυσής της υπήρξε η θεωρία, αυτός ο χώρος που ορίζεται ή οφείλει να ορίζεται ως η παράταξη της θεωρίας, δείχνει αμήχανος: για πολύ καιρό χάθηκαν, σπαταλήθηκαν τα αναλυτικά του εργαλεία, είτε από ενοχή για τους πολυποίκιλους ζντανωφισμούς είτε από τον εγκλωβισμό σε μια ουσιοκρατική θέση, που θέλει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης να έχουν αξιωματική θέση σε μια μεθοδολογία θρησκευτικού discourse. Κατ’ αναλογία, την ίδια στιγμή, η όποια αυτονομία της σκέψης των διανοητών διολίσθησε, ανεπαισθήτως, από το πεδίο της πράξης, για να εξοριστεί τελικά σε κάποιους πανεπιστημιακούς θύλακες.
Σήμερα, λοιπόν, που τα κοινωνικά κινήματα έρχονται στο προσκήνιο, που η ζωή, η πράξη και η ευαισθησία απαιτούν νέες μορφές και νέα εργαλεία, σήμερα που, για κάποιους, η λογοτεχνία μας αποχαιρετά, σήμερα που η παραγωγή θεωρητικού λόγου ιδρυματοποιείται, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν ακόμη κάτι μπορεί να αλλάξει, να ανατραπεί, αν ακόμη κάτι μπορεί να γραφεί και να εγκολπωθεί, και κυρίως «γιατί πρέπει;». Αυτό είναι τελικά το επείγον του πράγματος, το επείγον της θεωρίας.
Σε τούτο το επείγον ζητούμενο, το καταστατικό και απωθημένο, το κρίσιμο και αφετηριακό, απαντούν τα κείμενα του τόμου. Ποια είναι η διαφορά του, από τόσους άλλους τόμους που στοιβάζονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων; Μα η πολυφωνικότητα, η πολυμέρεια, η σύνθεση. Με θεωρητική διαύγεια, με ποιητική πολλές φορές διορατικότητα, σε ένα σπάνιο πλαίσιο διαλόγου, συνύπαρξης, αλλά και αντιπαράθεσης, ολοκληρώθηκε μια κουβέντα που επιχείρησε και πέτυχε να καταυγάσει δομές, να εποπτεύσει φαινόμενα, να διαμορφώσει έναν ορίζοντα σκέψης, δράσης και αισθητικής απόλαυσης.
Και το πέτυχε μ’ έναν τρόπο που δημιουργεί ελπίδα και απαντοχή, για το πέρασμα στις δυνατότητες της ιστορικής αναγκαιότητας: όσον αφορά τη θεωρία, τη λογοτεχνία, την αριστερά - όλους μας.
Από τον πρόλογο της Ρένας Δούρου, εκ μέρους του εκδοτικού οίκου Το πέρασμα. Εκδόθηκε στην Αυγή 09/11/2008