7.3.08

Ομιλία Ρένας Δούρου στο Γαλλικό Ινστιτούτο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Simon de Beauvoir

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση που μου απευθύνατε ώστε να παρεμβαίνω στις πραγματικά σημαντικές διεργασίες της σημερινής συνάντησης.

Για εκείνο όμως που θα ήθελα να σας ευχαριστήσω εκ βαθέων είναι για την προσωπική περιπέτεια, εντός εισαγωγικών, στην οποία μπήκα αφότου αποδέχτηκα ετούτη την πρόσκληση. Λοιπόν, για τα βιβλία και τις φωτοτυπίες που χρειάστηκε να ανακαλύψω καταχωνιασμένα στην κυριολεξία στη βιβλιοθήκη μου.

Να σας ευχαριστήσω γιατί μαζί με το ξεσκόνισμα τους ήρθε αναγκαστικά και η αντιπαράθεση. Το κονταροχτύπημα με όσα χρειάστηκε να τους ξαναρίξω μια ματιά, με όσα θεωρούσα ότι με μια έννοια θεωρούσα ότι είχα τελειώσει, είχα δώσει μιαν απάντηση.

Και τούτο δεν έγινε μόνο για να μπορέσω να σταθώ επάξια δίπλα στις άλλες συνομιλήτριες, πως θα μπορούσε να γίνει άλλωστε αυτό, δεν θεωρώ ότι γίνεται με ευκολία, των οποίων το έργο έχει σταθεί σημαντική επιρροή της σκέψης μου και της πολιτικής μου δράσης και ειλικρινά τις ευχαριστώ.

Αυτό συνέβη παράλληλα με το ξεσκόνισμα, και με μια δυσάρεστη τελικά διαπίστωση ότι το όλο ζήτημα, φεμινισμός, αριστερά, ισότητα, είχε καταχωνιαστεί όχι μόνο στη βιβλιοθήκη μου αλλά με μία έννοια και στην πολιτική μου σκέψη και δράση.

Τέλος να σας ευχαριστήσω για την πρόκληση, την οποία με μία έννοια με αναγκάσατε να θέσω στον εαυτό μου για σήμερα το βράδυ. Να προσπαθήσω δηλαδή να ισορροπήσω μεταξύ του επιστημονικού μου λόγου και των όσων τέλος πάντων περισπούδαστων, συγκροτούν την επιστημονική μου σκέψη και του βιωματικού λόγου, ο οποίος τούτη τη φορά είναι πιεστικός, και πιέζει να αρθρωθεί όσο ποτέ άλλοτε σε καμία συνεδρία που έχω πάρει μέρος, και τον οποίο προσπάθησα πιστέψτε με να περιορίσω στο λευκό του χαρτιού ανάμεσα στις γραμμές και στη στίξη του γραπτού μου κειμένου.

Και παραφράζοντας τη Μισέλ Περό, αυτό που πρέπει να αποφύγουμε σε τούτο εδώ το συνέδριο αλλά και γενικότερα είναι να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο πεδίο, ένα άλλο πεδίο, μία άλλη γλώσσα και έναν άλλο κώδικα, εκείνο των γυναικών, οπότε από τη μια μπορεί να μας επιτρέπει να εκφραζόμαστε ελεύθερα, όπως θεωρώ ότι κάνουμε σήμερα, αλλά από την άλλη όμως μας στερεί κάτι, αυτό που προέχει.

Αυτό που προέχει είναι να μετατρέψουμε την ιστορική οπτική. Και να φέρουμε το ζήτημα της σχέσης των δύο φύλων στο επίκεντρο. Βέβαια μετρώντας αρσενικά κεφαλάκια εδώ μέσα, η καταστατική εξωτερικότητα ας πούμε, νομίζω ότι μας αναγκάζει αν θέλετε να μπούμε σε αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε.

Εάν λοιπόν έχετε την καλοσύνη ακολουθήστε με σε όσα ανακάλυψα και έμαθα αυτές τις τελευταίες μέρες χωρίς αναγκαστικά η σειρά με την οποία θα αναφερθώ σε αυτά να σηματοδοτεί μιαν αντίστοιχη αξιολόγηση.

Πρώτα και κύρια, ανακάλυψα από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα στοιχεία της ΓΣΕΕ και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σύμφωνα με τα οποία στην Ελλάδα, η οποία γνωρίζουμε ότι έχει ποσοστό ανεργίας 11, κάτι %, δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έξη στους δέκα ανέργους είναι γυναίκες.

Το 16,6% έναντι του 7,4 % των ανδρών. Το 37,7 κάτω των 25 ετών και το 76% των ανέργων γυναικών κατέχουν πτυχίο. Τη θλιβερή πρωτιά στις στρατιές των ανέργων κατέχουν οι γυναίκες και στις υπόλοιπές ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα ποσοστά αλλάζουν ανάλογα με το συνολικό βέβαια ποσοστό ανεργίας.

Συνεπώς αυτό που πυροδότησε και κυρίως βοήθησε το γυναικείο κίνημα στις διεκδικήσεις του, το περίφημο δικαίωμα στην εργασία, υπαναχωρεί χωρίς βεβαίως να ισχυρίζομαι ότι μαζί του θα συμπαρασύρει και όσα κεκτημένα, με μία έννοια, έχουμε κερδίσει.

Και βέβαια ουδέποτε η γυναίκα απέκτησε στην αγορά εργασίας τα ίδια δικαιώματα με τον άντρα, δηλαδή μην γελιόμαστε, ύπαρξη μισθολογικών ανισοτήτων, αποκλεισμό από διευθυντικές θέσεις, αναγνώριση προσόντων όχι πάντα.

Όμως αν σε άλλες εποχές οι σκόνες γάλακτος είχαν την τιμητική τους προκειμένου οι γυναίκες να εισέλθουν στην αγορά εργασίας αποενοχοποιημένες για το ότι αφήνουν αθήλαστο το σπλάχνο τους, σήμερα βομβαρδιζόμαστε από διαφημίσεις να ξεχειλίζουν περίσσια τρυφερότητας και αδιαμφισβήτητου μητρικού ενστίκτου, με την ευτυχή μαμά η οποία μόνης της έννοια είναι η απασχόληση των παιδιών της, και η ανατροφή των παιδιών της στο σπίτι.

Κατά την άποψη μου η γυναίκα πιέζεται, κινδυνεύει, της δείχνουνε εν ολίγοις με το δάχτυλο να επιστρέψει σπίτι με μορφές ημιαπασχόλησης, την περίφημη ηλεκτρονική απασχόληση, το ηλεκτρικό φασόν όπως καμιά φορά συνηθίζω να λέω με επεξεργασίες κειμένων, μεταφράσεις, δαχτυλογραφήσεις, ερευνητικές δραστηριότητες, καταχώριση στοιχείων και άλλα.

Μου δώσατε επίσης την ευκαιρία να ψάξω στις πολύτιμες φωτοτυπίες που κουβάλησα από το Παρίσι της περίφημης επιθεώρησης question feminist να ξεσκονίσω πάλι το δεύτερο φύλο, να βρω την Φρανσουάζ Κολίν, την Ιρένε Ιριγκαάι.

Να αναθέσω το ερώτημα της γυναικείας ταυτότητας το οποίο βρισκόταν στην καρδιά των αντιπαραθέσεων του φεμινιστικού κινήματος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όπου οι δύο περίφημες τάσεις που έφερναν και φέρνουν αντιμέτωπες τις φεμινίστριες απανταχού, ακόμα και σήμερα ήτανε οι κοινωνιολογίζουσες οικουμενίστριες και οι νατουραλίστριες. Δεν γεννιέσαι γυναίκα λέγανε, γίνεσαι. Ήταν το μότο της γραμμής της πρώτης τάσης.

Οι υπέρμαχοι στη διαφορά στρατεύονταν με τη δεύτερη τάση, της λεγόμενης νατουραλιστικής ιδεολογίας, υποστηρίζοντας την ύπαρξη μιας γυναικείας φύσης, με τη βιολογική ετερότητα και στην βαθύτερη σχέση με τον κόσμο να διακρίνει αμετάκλητα τον άνδρα από την γυναίκα.

Γνωστές και αντίστοιχες κριτικές, όσον αφορά στην πρώτη τάση, ο κίνδυνος που νομίζω ότι στο όριο είναι ορατός, με πρόταγμα τη συμμετοχή των γυναικών στο οικουμενικό, οι γυναίκες κινδυνεύουν να διαμορφωθούν σύμφωνα με του δυτικού τύπου ανδρική εκδοχή του οικουμενικού.

Η διαμόρφωση της εικόνας μας, της συμπεριφοράς μας, των αναπαραστάσεων της γυναίκας με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικά ο κλώνος του άνδρα. Ο κίνδυνος να έχουμε μια κοινωνία αντρών δύο φύλων, δηλαδή γυναικών και αντρών που θα ενσαρκώνουν και οι δύο το ηγεμονικό, δυτικό, αντρικό, ανταγωνιστικό, πρότυπο, ιδίως αυτό το βλέπουμε στην αγορά εργασίας.

Η κριτική προς τη δεύτερη τάση αφορά στον κίνδυνο εγκλωβισμού των γυναικών, και των ανδρών στο ιδεολόγημα μιας ντετερμινιστικής ιδιαιτερότητας, η οποία δεν επιτρέπει στην γυναίκα να απεκδυθεί την με όποιο τρόπο νοούμενη θηλυκότητα της, και κατά συνέπεια οδηγεί στην συντήρηση μιας αμφισβητήσιμης και αμφίβολης συμπληρωματικότητας της έμφυλης ταυτότητας.

Ξαναδιάβασα επίσης για την περιβόητη διαμάχη μεταξύ του βιολογικού φύλου και του κοινωνικού φύλου το οποίο εισήχθη από τις αμερικανίδες φεμινίστριες και κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, αφού η έννοια του κοινωνικού φύλου, αναφέρεται στην κοινωνική διάσταση της διαφοράς ανάμεσα στα δύο φύλα, ενώ η έννοια του βιολογικού φύλου εκφράζει μόνο την βιολογική και ανατομική διαφορά.

Με δεδομένη τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια και την προσπάθεια μεταξύ αυτών των δύο τάσεων ενός κοινού πλαφόν, και την άποψη την οποία ασπάζομαι ότι αυτή η περιβόητη σύγκρουση φύσης - κουλτούρας, φύσης – πολιτισμού, είναι αδιέξοδη, κατά την άποψη μου, και έωλη.

Επιτρέψτε μου ένα συμπέρασμα το οποίο το θέτω προς συζήτηση. Εάν και μόνο εάν επιτευχθεί πλήρης ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν οι διαφορές είναι όντως ανυπέρβλητες.

Δεν γελιέμαι βέβαια στο ότι ανάλογα με την αφετηρία, οικουμενιστική ή νατουραλιστική, οδηγούμαστε σε διαφορετικές στρατηγικές και μεθοδεύσεις και συνεπώς και σε διαφορετικού τύπου κατακτήσεις.

Ωστόσο όταν η συζήτηση αφορά στον άνθρωπο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν μπορώ να υποστηρίξω εύκολα ότι η φύση υπάρχει έξω από τον λόγο και δεν υπάρχει λόγος που να μην μεταβάλλεται σε κάτι απτό, σε κάτι πραγματικό.

Και αν ακόμα δεχόμαστε ότι κάποια προτερήματα, κάποιες διαφορές ή ανισότητες είναι ίδιον του φύλου, αλλά αποδεχόμαστε ότι είναι απόρροια και παράγωγα αυστηρά μιας πολιτισμικής κατάστασης και κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης, το συμπέρασμα νομίζω ότι μπορεί να είναι το παρακάτω.

Ότι πρέπει να μην συγχέουμε τις διαφορές τις οποίες υφιστάμεθα με τις διαφορές που διεκδικούμε, εάν διεκδικούμε. Και τούτο γιατί η διολίσθηση από την διαφορά στην ανισότητα, όπως γνωρίζετε ανεξαρτήτου φεμινιστικής τάξης βρίσκει σύμφωνες ή σύμφωνους, είναι εύκολη και λοιπόν με την σειρά της οδηγεί αυτή η ανισότητα σε αυτόν τον ιδιότυπο έμφυλο ρατσισμό.

Στις πραγματικές βιολογικές διαφορές δεν ελλοχεύει a priori κανενός είδους αξιολογική κρίση η οποία να νομιμοποιεί και να αξιώνει ιεραρχήσεις και επομένως και ανισότητες.

Για αυτά τα τελευταία χρειάστηκε να ανατρέξω και στο φιλοσοφικό μου οπλοστάσιο, ανδρικός καθαρά ο τελευταίος όρος, για να τονίσω το εξής.

Ότι η ισότητα που φαίνεται να αντλεί την ύπαρξη της ως δικαίωμα και ως αρχή από την φύση, επειδή ακυρώνει και καταργεί μια άδικη κατεστημένη τάξη, στην πραγματικότητα έρχεται να επιβάλλει άλλη μία τάξη η οποία όμως δεν φυσική και ας είναι πιο δίκαιη. Ο λόγος για το άρθρο 6 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επομένως η ιδέα και το δικαίωμα της ισότητας αφορά πρωτίστως την πολιτική πράξη. Για αυτό άλλωστε στη λογική, στη φιλοσοφία, είναι κάτι που αποδεικνύεται δύσκολα μια και δεν αφορά το πεδίο της αληθείας ή της γνώσης, αλλά αναφέρεται στην αναγνώριση μιας αξίας και στην αποδοχή.

Είμαστε δηλαδή να το πω χοντρικά στο πεδίο της ηθικής. Εξ’ ου και η δυσκολία να πείσουμε πολιτικούς αντιπάλους και να αρθρώσουμε συγκεκριμένο πολιτικό επιχείρημα, λογικό όχι μόνο για την ισότητα των δύο φύλων, αλλά και των φυλών.

Αυτή λοιπόν η ιδέα που δεν αφορά τη γνώση ενός γεγονότος είναι πολλές φορές αφηρημένη και τείνει να αποδειχθεί για ορισμένες περιπτώσεις έως και περιοριστική θα έλεγα προκλητικά. Μια ιδέα τόσο αφηρημένη, εφαρμοζόμενη τυφλά, ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας ανισοτήτων εκ νέου.

Και αφού η καταγωγή της ιδέας της ισότητας είναι πολιτική και όχι φυσική, το αφηρημένο και χωρίς ευκρινή καθορίσιμα όρια του χαρακτήρα της απαιτεί επανόρθωση.

Λίγο υπομονή να δείτε που το πάω. Πιο απλά στην εκπαίδευση και στην ριζοσπαστική, μαρξιστική σχολή μιλάμε για άνιση εκπαίδευση προκειμένου να έχουμε ίσους μαθητές, ίσους ανθρώπους. Η παροχή ισοτίμων εκπαιδευτικών αγαθών αναπαράγει την άνιση αφετηρία των υποκειμένων.

Και όμως φεμινίστριες, αριστερές γυναίκες, που αποδέχονται σε μια αυστηρή δικαιϊκή ισότητα επανορθωτικές αλλαγές, προνομιακά δικαιώματα και εξαιρέσεις, για κατηγορίες όπως οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι τα παιδιά, διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους όταν ο λόγος αφορά στην ποσόστωση και στην ισάριθμη αντιπροσώπευση. Εξ ου και όλη αυτή η εισαγωγή.

Ωσάν ο αποκλεισμός των γυναικών για αιώνες δεν ήταν ένα είδος θετικής διάκρισης για τον οποίο ωφελούνταν προσωπικά οι άντρες. Γιατί εγώ αυτό πιστεύω. Διάκριση τόσο παλιά που την ενστερνιστήκαμε ως αντικειμενική φυσική πραγματικότητα. Και όπως θα έλεγε και ο Ρολάν Μπάρ τη φυσικοποιήσαμε και αυτή τη στιγμή ενοχοποιούμαστε για τις συστατικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών, όπως είναι η ποσόστωση.

Δηλαδή εδώ έχουμε το «εγώ με την αξία μου» στην πιο διαστρεβλωμένη του εκδοχή. Ένας άλλος Γάλλος ο Πιερ Μπουρντιέ, υποστήριξε ότι η συμμετοχή μεγαλυτέρου αριθμού γυναικών στην πολιτική μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτική ζωή, καθώς εισάγει ευαισθησίες τις οποίες ο παραδοσιακός ορισμός πολιτικής έχει την τάση να αποκλείει.

Η επικριτική απάντηση στην παραπάνω άποψη, έρχεται έτσι χωρίς δυσκολία με την υπενθύμιση παραδειγμάτων όπως ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ και η Γκόλντα Μέιερ, και διερωτάται σε τι διαφέρει η πρακτική των συγκεκριμένων γυναικών, από αυτή των αντρών.

Αναφέρθηκα στις δύο παραπάνω απόψεις για να ξεμπερδεύουμε με το αυτονόητο, στα μάτια μου, της συμμετοχής των γυναικών στα κοινά και στην πολιτική. Δεν επιζητούμε τη γυναικεία συμμετοχή για μια θηλυκή πολιτική αλλά ως αναφαίρετο δικαίωμα μας.

Η αλήθεια είναι ότι σε διεθνές επίπεδο γιατί στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες όπως η Αγγλία, τα πράγματα μετά τις τελευταίες εκλογές, διαφοροποιούνται λίγο, οι γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική γίνονται ολοένα και περισσότερες. Αν και το ζήτημα παραμένει πολύπλοκο αφού οι πόρτες της πολιτικής μόλις που τους ανοίγονται.

Οφείλουμε επίσης να παραδεχτούμε ότι οι πρωτοπόρες γυναίκες και πολιτικοί δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να συμμορφωθούν με το αντρικό πρότυπο και μακριά από μένα ο ρόλος του απολογητή των πολιτικών της Θάτσερ, αλλά αυτό να το κρατήσουμε λίγο στο μυαλό μας, μπορεί να συμβεί και στις αριστερές.

Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι όταν σε δεδομένο χρόνο και χώρο υπάρχει μια κρίσιμη μάζα γυναικών, τότε πιστεύω ότι σίγουρα αλλάζει και θα αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας και οι κανόνες του πολιτικού τοπίου.

Έχουν ειπωθεί και άλλα πολλά για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, όπως ότι οι γυναίκες επειδή είναι πιο προσγειωμένες, επειδή ενδιαφέρονται περισσότερο για την δράση παρά για την εξουσία, μπορούν να εισαγάγουν ένα διαφορετικό τρόπο στην άσκηση της πολιτικής, πιο συγκεκριμένα λέει, έναν τρόπο πιο κοντά στους ανθρώπους. Ότι οι γυναίκες κάνουν πολιτική με διαφορετικό τρόπο, ανθρώπινο και άλλα.

Για να γίνει όμως ένας κόσμος πιο γυναικείος και τον όρο τον χρησιμοποιώ για την οικονομία της συζήτησης, παρόλο που το σημαινόμενο του ξέρουμε ότι μπορεί να προχωρήσει και προς μια απόδοση ουσιοκρατικών, μεταφυσικών ιδιοτήτων στη γυναίκα, πρέπει να γίνει και αντικαπιταλιστικός.

Ισότητα στην εργασία, πρόσβαση στις υπεύθυνες θέσεις, αυστηρά ισότιμη κατανομή των καθηκόντων του σπιτιού και της ανατροφής των παιδιών που με τη σειρά του βέβαια απαιτεί μείωση του χρόνου εργασίας και για τους άντρες, για όλους τους εργαζόμενους τον ελεύθερο χρόνο, και άλλα αριστερά οικονομικά μέτρα.

Όμως οι γυναίκες της αριστεράς ήταν αυτές που πιστές στις μαρξιστικές αναλύσεις θεωρούσαν ότι επαναστατικοί αγώνες, η επανάσταση θα έβαζε τέλος σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης και άρα και της ανισότητας και των δύο φύλων.

Από την άλλη τώρα, πλήθος φεμινιστριών εξαιτίας μιας ιστορικής, ηθικής συγκυρίας είχαν ιεραρχήσει άλλες προτεραιότητες όπως για παράδειγμα η νομιμοποίηση της έκτρωσης, και το πολιτικό τοπίο είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί για την συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική εξουσία.

Οι αγώνες για την ισότητα των δύο φύλων και δυστυχώς πάντα μιλάμε για τον δυτικό κόσμο, έγινε ζήτημα ήσσονος σημασίας είτε γιατί περιμέναμε την επανάσταση και την δικτατορία του προλεταριάτου είτε γιατί το μερικό κυριάρχησε του συνολικού.

Σήμερα οι νέες γυναίκες και μιλάμε πάντοτε δυστυχώς για το λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο καλούνται πρώτα και κύρια να αγωνιστούν εναντίον μιας ψευδεπίγραφης ισότητας. Αφού πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι οι θεσμικές κατακτήσεις προηγούνται του κοινωνικού. Σήμερα λοιπόν έχουμε κατακτήσει πολλά στα χαρτιά και λιγότερα στην πράξη.

Σήμερα καλούμαστε να επαναδιεκδικήσουμε δικαιώματα που θεωρούνταν αυτονόητα στη δεκαετία του 70. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στη Λετονία και στην Πολωνία που ανήκουν πια στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια των ιδεωδών του διαφωτισμού το δικαίωμα στην άμβλωση αμφισβητείται και μαζί του το δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει τη σεξουαλική της ζωή και τη μητρότητα.

Σήμερα καλούμαστε να βρούμε εκείνη την κόκκινη κλώστη μεταξύ των φεμινιστριών των προηγούμενων γενεών που αγωνίστηκαν και κέρδισαν τόσα πολλά για τη θέση της γυναίκας που βιαία κόπηκε και άφησε τις νεότερες γενιές μετέωρες να ζουν το μύθο τους για την τελική επίτευξη της ισότητας.