Το 2006 ήταν έτος αυτοδιοικητικών εκλογών που συνηθίζεται να αποτελούν πρόβα-τζενεράλε για τις εθνικές που έπονται. Αν οι τελευταίες λάβουν χώρα εντός του 2007 ή όχι-αν θα είναι «στην ώρα τους»- απασχολεί βεβαίως τα κομματικά επιτελεία, τα οποία έχουν μπει σε προεκλογική τροχιά.
Όπου προεκλογική τροχιά σημαίνει συνέδρια, διακηρύξεις, προγραμματικές αρχές, υποψηφιότητες και βιβλιοπαρουσιάσεις, στο σύνολό τους τίποτε άλλο παρά ουσιαστικά απόπειρες πολιτικής παρέμβασης.
Στις τελευταίες, ανεξάρτητα του ποιος υπογραφεί το πόνημα, δεξιός ή αριστερός, ακαδημαϊκός ή κοινοβουλευτικός, λογοτέχνης ή πρώην πρωθυπουργός, ακούγεται όλο και πιο συχνά το μότο-καταγγελία ότι υπάρχει «έλλειμμα πολιτικής», «η πολιτική απουσιάζει και το life style κερδίζει συνεχώς έδαφος», «τα επικοινωνιακά παιχνίδια καλύπτουν την απουσία πολιτικών προτάσεων», ότι έχουμε ανάγκη «επαναπολιτικοποίησης [sic] της πολιτικής» και άλλα βαρύγδουπα.
Με το σύνηθες μανιχαϊκό τρόπο που χαρακτηρίζει τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, εάν κι όταν αυτή υπάρχει, έχουμε καταλήξει δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί, είτε να δαιμονοποιούμε την επικοινωνία, είτε να τη θεοποιούμε.
Με άλλα λόγια, είτε ισχυριζόμαστε ότι τα πάντα είναι επικοινωνία και όλα είναι επικοινωνιακές κατασκευές και κατηγορούμε εαυτούς και αντιπάλους για τη χρήση επικοινωνιακών τρυκ, είτε πιστεύουμε ότι η πολιτική επικοινωνία μπορεί να πετύχει τα πάντα. Και τα δυο, βεβαίως, αποτελούν μύθους που κατατρύχουν τη σκέψη πολιτικών και επιτελείων και λιγότερο- αν όχι καθόλου- του κοινωνικού συνόλου.
Για αυτό το λόγο, σε αυτό το ασφυκτικά στενό, άνυδρο πολιτικό πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια με τα σεμινάρια-συναντήσεις διαλόγου και προβληματισμού, τα οποία παίρνουν τη μορφή βιβλίου, χάρη στις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις.
«Ο στόχος» των σεμιναρίων επισημαίνει ο Λεύτερης Κουσούλης, «ήταν η εκκίνηση από μια θεωρητική απαρχή, από μια θεωρητική ματιά στο σύνθετο φαινόμενο της πολιτικής επικοινωνίας και το άνοιγμα, με τη συμβολή και τις ερωτήσεις των συμμετεχόντων, στην προσπορίση μιας ωφελιμότητας για όλους, ομιλητές και ευρύτερο κοινό»
[1].
Και ξαφνιάζει πραγματικά ο νηφάλιος και εμβριθής τρόπος διεξαγωγής του διαλόγου, ο οποίος ως τέτοιος αναμφισβήτητα συμβάλλει στην τελική υλοποίηση του στόχου από εκείνους, που έχουν δαιμονοποιηθεί ή θεοποιηθεί ως τεχνικοί επικοινωνίας, ως συμμετέχοντες με τον ένα ή άλλο τρόπο στην εγχώρια ιστορία της πολιτικής επικοινωνίας.
Ένα σύνολο εισηγήσεων και παρεμβάσεων που καταπιάνεται με το ερώτημα «τι είναι πολιτική επικοινωνία», που προσπαθεί να ορίσει ψύχραιμα το επικοινωνιακό περιβάλλον σήμερα, που αναρωτιέται «τι είναι και εάν υπάρχει η περιβόητη κοινή γνώμη», που εξετάζει την επικοινωνία των δημόσιων φορέων, της αυτοδιοίκησης, αλλά και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δίνει τη θέση του σε έναν κύκλο ερωτήσεων που βρίσκουν απαντήσεις.
Όσοι και όσες στις αρχικές τους εισηγήσεις διαφωνούν, τολμούν να αναμετρηθούν με τις διαφορετικές απόψεις. Δεν πρόκειται για σεμινάριο-καλλιστεία, όπως τα πολλά που έχουμε συνηθίσει να λαμβάνουν χώρα για λόγους εντυπωσιασμού και δημοσίων σχέσεων των συμμετεχόντων.
Πρωτίστως προσφέρουν τεράστιο έργο, αφού επιχειρούν και κατορθώνουν να δώσουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα αποτραγικοποιώντας και θέτοντάς τα στη σωστή τους διάσταση.
Έτσι στο δίλημμα εάν ο υποψήφιος, το κόμμα είναι προϊόν ή δεν είναι, εάν είναι σαμπουάν, με ευχάριστη έκπληξη διαβάζουμε αυτούς, τους «πωλητές», τους τεχνικούς της επικοινωνίας και όχι τους πολιτικούς να ξεκαθαρίζουν ότι το ερώτημα είναι ψευδές. Όπως ψευδές είναι και το ερώτημα «τι είναι πολιτική επικοινωνία». «Δεν υπάρχει πολιτική επικοινωνία.», τονίζει ο Λεύτερης Κουσούλης, «Υπάρχει πολιτική δράση, δράση που για να πετύχει τους στόχους της μέσα στον χρόνο, είτε αυτό γίνεται εν γνώσει του πρωταγωνιστή της είτε όχι, εμπεριέχει την επικοινωνία της»
[2]. Και συνεχίζει στη συζήτηση, «Εδώ έχουμε στην πραγματικότητα μια προσπάθεια υποκατάστασης της πολιτικής από την επικοινωνία, δηλαδή από την έλλειψη της επικοινωνίας. Το να λέμε «δεν έχουμε επικοινωνία, άρα δεν έχουμε πολιτική», δηλαδή μας φταίει η επικοινωνιακή πολιτική (όπως ακούμε και διαβάζουμε) είναι μια μάταιη προσπάθεια αναζήτησης περιεχομένου. Επειδή λείπει το περιεχόμενο, αναζητούμε το έλλειμμα στην τεχνική του στήριξη».
[3]Και με τη σειρά του αναζητιέται στη συζήτηση το περιεχόμενο, η στρατηγική και ο ορισμός της, χωρίς την οποία καμιά επικοινωνιακή πολιτική δεν μπορεί να βοηθήσει, να οδηγήσει στην πολιτική νίκη. «Στην Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «βλέπουμε διάφορους φορείς, εταιρείες, οργανισμούς, υπουργεία να προσπαθούν να κάνουν drives, καμπάνιες όπως λέγονται, για διάφορα πράγματα, από τις οποίες όμως λείπει κατ΄ουσίαν ο στρατηγικός σχεδιασμός. Καταλήγουν να αποτελούν καθαρή επικοινωνιακή πολιτική, στερούμενη βαθύτερου σχεδιασμού, στόχου προς επίτευξη»
[4].
Ανάμεσα στα πολλά που τέθηκαν σε αυτό το τραπέζι διαλόγου και ο ρόλος των ΜΜΕ: «Δεν μπορούμε να εκφωνούμε φιλιππικούς για την κοινωνική τους διάσταση», σημειώνει ο Χρήστος Μαχαίρας, «ξεχνώντας ότι είναι επιχειρήσεις και παραβλέποντας το ζήτημα της βιωσιμότητάς τους. Στο προηγούμενο περιβάλλον, στο καθεστώς της μονοπωλιακής συγκρότησης της αγοράς, το στοιχείο της διαφημιστικής απορρόφησης είχε απλώς και μόνο ένα ρόλο συμπληρωματικό ή εν πάση περιπτώσει ενισχυτικό. Σήμερα, όμως που ο ανταγωνισμός πολλαπλασιάζει τους εταίρους, μειώνοντας και τα κομμάτια της πίτας, το ζήτημα της διαφήμισης λειτουργεί ως θεμελιώδης λίθος που όχι μόνο διασφαλίζει τα οικονομικά των επιχειρήσεων media, αλλά και λειτουργεί ταυτόχρονα ως δίχτυ προστασίας, ως η αναγκαία και ικανή συνθήκη διασφάλισης της αυτονομίας και αυτοδυναμίας των ΜΜΕ».
[5]Η συζήτηση δεν αφήνει απέξω το τεράστιο ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης των μέσων, ηλεκτρονικών και εντύπων
[6], το βαθμό επιρροής
[7] της τηλεόρασης στα πολιτικά πράγματα, την κριτική- που συχνά ακούγεται και γράφεται, ότι το παντοδύναμο μέσο υποβιβάζει την πολιτική στην κατηγορία των ειδήσεων και θυσιάζει στο βωμό της φθηνής εμπορικότητας και της εντυποσιωθηρίας τις πολιτικές παρεμβάσεις.
Ενδιαφέρον, επίσης, έχει ο διάλογος που αφορά τις δημοσκοπήσεις, τα «ιερά αντικείμενα»
[8] της πολιτικής επικοινωνίας και της πολιτικής για κάποιους ή «αναπόσπαστο τμήμα της εξέλιξης της ανθρωπότητας και πυλώνας της δημοκρατίας.» για άλλους, αφού, «Η έρευνα απεχθάνεται τη νομοτέλεια, τα μη αναστρέψιμα, τα δεδομένα, το «έτσι είναι γιατί έτσι ήταν πάντα»»
[9]Από εκείνη την τριήμερη συνάντηση δεν έλειπαν και συγκεκριμένα παραδείγματα, τα γνωστά case studies, όπως οι προεκλογικές εκστρατείες για τις δημοτικές εκλογές, στην Αθήνα, το 1990, με τα οποία αναδεικνύονται τα όρια αποτελεσματικότητας της οποιασδήποτε προεκλογικής καμπάνιας, όταν εκλείπει η στρατηγική.
Αυτό το σεμινάριο που μετατράπηκε σε έναν καλαίσθητο και πολύ ενδιαφέροντα τόμο και που το ακολούθησαν άλλα δυο, ενώ ετοιμάζεται να γίνει και ένα τρίτο, αποτελεί την προσπάθεια να βρεθεί η οδός,
[10] για να συζητηθούν κρίσιμα ερωτήματα που τεχνηέντως μένουν αναπάντητα, να αντιμετωπιστούν διλήμματα, να ξαναυπάρξει ψύχραιμος και σοβαρός δημόσιος λόγος, ο οποίος απουσιάζει και μας λείπει πολύ.
Γιατί «Κοινωνία και επικοινωνία είναι το ίδιο πράγμα, εκφρασμένο σε διαφορετική γλώσσα…», γιατί «…Πολιτική και πολιτική επικοινωνία είναι το ίδιο πράγμα, εκφρασμένο όμως σε διαφορετική γλώσσα»
[11] και πρέπει να τολμάμε να τη μιλάμε.
[1] Κουσούλης, Λ. (2006),Εισαγωγή στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ. 7.
[2] Κουσούλης, Λ. (2006), Πολιτική δράση και πολιτική επικοινωνία, πράξεις παράλληλες, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.23.
[3] Κουσούλης, Λ. (2006), Συζήτηση και Παρεμβάσεις: Τι είναι Πολιτική Επικοινωνία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.29.
[4] Ανδριανόπουλος, Α. (2006), Τα παραδείγματα των strategists και των ΗΠΑ, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.69.
[5] Μαχαίρας, Χ. (2006), Τα ηλεκτρονικά μέσα σε αναζήτηση του συγκερασμού κοινωνικής υπευθυνότητας και βιωσιμότητας, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.49.
[6] ««Παρακολουθώ δεν σημαίνει κατ΄ανάγκην «αποδέχομαι». Ενώ «διαβάζω» σημαίνει, τις περισσότερες φορές «επηρεάζομαι». Πολύ περισσότερο όταν η δεύτερη περίπτωση αφορά μια προσωπική επιλογή: «ξεχωρίζω από τα χρήματα μου τα ευρώ που χρειάζονται και αγοράζω μια συγκεκριμένη εφημερίδα, αντί ν΄ανταποκριθώ απλώς σε ένα μήνυμα που έτσι κι αλλιώς εκπέμπεται ανοίγοντας δηλαδή δωρεάν ή περίπου δωρεάν το κουμπί της συσκευής μου»». Βλαστάρης, Γ. (2006), Τύπος και πολιτική, μια σχέση αδιάρρηκτη, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.41.
[7] «Ο βαθμός επιρροής της εφημερίδας στην κοινωνία παραμένει ισχυρός γιατί η σχέση Τύπου ( εννοεί εφημερίδας) και πολιτικής εδράζεται σε βάση ιδεολογική. Η ιδεολογία είναι σύμφυτη με το πολιτικό μήνυμα. Η εφημερίδα εισηγείται θέση. Θα μπορούσε ένα κανάλι να έχει κύριο άρθρο; Μόνον η εφημερίδα έχει!» Βλαστάρης, Γ. (2006), Τύπος και πολιτική, μια σχέση αδιάρρηκτη, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.42.
[8] Ανδριανόπουλος, Α. (2006), Τα παραδείγματα των strategists και των ΗΠΑ, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.70.
[9] Φαναράς, Σ. (2006), Έρευνες, σχολές σκέψης, στρατηγική και δημοκρατία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.108.
[10] « Η οδός, δεν βρίσκεται παρά μόνο περπατώντας την». Παπαγιαννίδης, Α. (2006), Συμπεράσματα: Δυο συγκεφαλαιωτικές ματιές, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.200.
[11] Λεούσης, Ν. (2006), Πέντε προτάσεις για την Πολιτική Επικοινωνία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.108.