30.10.08

Μικρό σχόλιο για ένα μικρό βιβλίο

«Ποιος έχει τα πρωτεία του λόγου: οι Πολιτικοί ή οι Δημοσιογράφοι»
Εκδόσεις το πέρασμα

Μια συζήτηση που από τις πρώτες στιχομυθίες αφήνει να φανούν τα στρατόπεδα επιχειρήματος και σκέψης που φτιάχνουν οι ομοτράπεζοι για το τι πραγματικά συμβαίνει με τα πρωτεία του λόγου.
Πολύ γρήγορα όμως διαφαίνεται η πολυπλοκότητα της σημερινής πολιτικής συγκυρίας στη χώρα που λέγεται Ελλάδα και η οποία ξαναστοιχίζει τους συνομιλητές σε διαφορετική διάταξη για το τι έφταιξε και όλα δείχνουν ότι σήμερα τα πρωτεία του λόγου τα έχουν οι δημοσιογράφοι.
Κι αν η συζήτηση αρκετές στιγμές τείνει να ξεφεύγει του αρχικού ερωτήματος που ο ένας εκ των συζητητών φροντίζει να θέτει συχνά πυκνά προκειμένου να επαναοριοθετήσει τη κουβέντα, είναι εκεί στο εύκολα διαφαινόμενο ως περιθώριο της κουβέντας που περιγράφεται το σύνθετο αυτής της αέναης μάχης για την ηγεμονία στο δημόσιο λόγο. Τα «συστήματα» και οι παρέες, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, οι γραφιάδες των μονόστηλων και των ρεπορτάζ υπουργείων με τους τηλεαστέρες των δελτίων ειδήσεων των οκτώ, ο ανταγωνισμός και το αίσθημα της φιλαλληλίας, ο ιδιώτης-πολίτης και ο «λαός», οι μπλόγκερς και οι παραδοσιακές κοινωνικοπολιτικές παρεμβάσεις, τα reality και οι ενημερωτικές εκπομπές αναμετρούν τη δύναμη και την επιρροή τους στη διαμόρφωση του δημόσιου σκηνικού.
Μια συζήτηση για το δημοσιογραφικό λόγο -σχεδόν θρησκευτικό -που ερμηνεύει τον επίπεδο κόσμο όλων να παράγει μαζική ενημέρωση προς κατανάλωση αλλά και να καθίσταται ο ίδιος προϊόν μαζί με τα DVD και τις κατσαρόλες. Να δημιουργεί έναν αμείλικτο χρόνο για την εκφορά πολιτικού λόγου που φθίνει μέσα στον μανιχαϊσμό που αρχικά φαινόταν ως η μόνη οδός επιβίωσης στα τρίλεπτα των τηλεπαραθύρων, όπου οι πολιτικοί καταντούν σχολιαστές και οι δημοσιογράφοι διατυπώνουν προτάσεις.
Μα το ανάθεμα για τον εντυπωσιασμό, τα σκάνδαλα, τον τηλεοπτικό εξευτελισμό της ελληνικής δημοκρατίας δεν είναι αυτό που επιζητά η συγκεκριμένη συνεύρεση, δεν κινητοποιεί κανέναν από τους συνομιλητές αλλά ούτε τολμάμε να υποθέσουμε και τους πιθανούς αναγνώστες της συζήτησης. Εάν τα πρωτεία του λόγου βρέθηκαν στα χέρια δημοσιογραφούντων, περισσεύουν οι ευχές για την «επαναπολιτικοποίηση» [sic] του πολιτικού λόγου. Μια κρίση εμπιστοσύνης προς τον ανυπόληπτο δημοσιογραφικό λόγο και τον κενό περιεχομένου πολιτικό απαιτεί λύση, κανόνες και όχι ηθικολογία και οιμωγές. Απαιτεί αρχικά λόγο ουσιώδη και όλα δείχνουν ότι απαιτεί και πολύ χρόνο.

Hellas Special άφιλτρο

Φίλες και φίλοι,

Όταν παίρνει κανείς στα χέρια του το βιβλίο του Νίκου Σακελλαρόπουλου και διαβάζει τον τίτλο Hellas Special άφιλτρο μπορεί να φοβηθεί ότι ότι περιέχεται στις 349 σελίδες του θα αποτελεί επιτομή της νοσταλγίας.

Προσωπικά είμαι πολύ καχύποπτη απέναντι στη νοσταλγία, έτσι όπως αναδεικνύεται από τις πρώτες τρεις γραμμές του κειμένου όπου ο λόγος είναι για τον Πειραιά, τα παλιά χρόνια, πριν εποικιστεί, πάθει πολιτισμικό σοκ, για τον Πειραιά που ήταν όμορφη πόλη, ζεστή ερωτική, περήφανη.

Ο φόβος μου και οι αντιρρήσεις μου για τη νοσταλγία είναι γιατί πιστεύω ότι το πιο εύκολο πράγμα που μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος όταν αναπολεί είναι να εγκλωβιστεί στη ίδια του τη νοσταλγία.

Η νοσταλγία είναι ένα πολύ ύπουλο συναίσθημα.
Μπορεί να λειτουργήσει ως παραμορφωτικός φακός, ως ζυγαριά πειραγμένη.
Γιατί τις περισσότερες φορές η νοσταλγία ωραιοποιεί το παρελθόν και αδικεί το παρόν.

Και έχοντας αυτή την πεποίθηση, τις σοβαρές αντιρρήσεις

αρχικά θεώρησα ότι δεν μπορεί να με αφορά η παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου. Κι όμως είμαι εδώ μαζί σας γιατί τελικά ξεκοκαλίζοντας το βιβλίο ανακάλυψα ότι το πρόβλημα του βιβλίου δεν είναι η νοσταλγία που μας καταλαμβάνει όλες κι όλους για τα περασμένα.

Αντιθέτως με πρόσχημα τη νοσταλγία για μια άλλη πόλη, για μια άλλη εποχή εκείνη των παιδικών χρόνων του συγγραφέα σε έναν Πειραιά με πολλές αλάνες, με πολλή μπάλα, με αυλές γεμάτες γλάστρες και λουλούδια, με ασβεστωμένα πεντακάθαρα πεζοδρόμια το βιβλίο καθίσταται αντιπροσωπευτικό μιας πολλής συγκεκριμένης ματιάς της ιστορίας.

Και εξηγούμαι.

Θεωρώ ότι πίσω από την σάτιρα που επιχειρεί ο συγγραφέας,

πίσω από τη βωμολοχία που δεν κατορθώνει πάντοτε να κρατά το νήμα της αριστοφανικής παράδοσης αλλά συχνά πυκνά περιορίζεται στην απλή βρισιά παίρνοντας επομένως τον κίνδυνο να μη δημιουργεί σκώμμα

έχουμε τη ματιά της ιστορίας αποιδεολογικοποιημένης,

έχουμε τη ματιά της ιστορίας του νεότερου ελληνικού κράτους ως μια παράθεση χρονικών ημερομηνιών, ως μια γραμμική εξιστόρηση γεγονότων και παρουσίαση ιστορικών προσώπων χωρίς την πολιτική διαμάχη χωρίς τις ιδεολογικές συγκρούσεις.

Θα προστρέξει ενδεχομένως κάποιος να αντικρούσει ότι εδώ πρόκειται για σάτιρα, η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να παρουσιάσει με την ακρίβεια του νυστεριού που οφείλει να έχει η πένα ενός ιστορικού ερευνητή, δεν υποχρεούται να αναλωθεί σε αναλύσεις, στην ανεύρεση των αιτιακών σχέσεων όπως ένας πολιτικός αναλυτής. Σωστό αλλά κυρίως λάθος.

Διότι κοινός τόπος ότι η σάτιρα από τον Αριστοφάνη έως και το Λαζόπουλο ουδέποτε υπήρξε ουδέτερη. Άλλωστε όταν από το εξώφυλλο κιόλας του βιβλίου γίνεται σαφές ότι πρόκειται για ιστορική-πολιτική σάτιρα τότε η ουδετερότητα της ο αποπολιτικοποιημένος της χαρακτήρας μπορεί φαινομενικά να δείχνει την πόρτα στα όποια πολιτικά συμπεράσματα κι αυτά να μπαίνουν επικινδύνως από το παράθυρο.

Ισχυρίστηκα πριν από λίγο ότι το βιβλίο είναι αντιπροσωπευτικό μιας συγκεκριμένης σχολής γεγονός που με έφερε σήμερα σε τούτο το τραπέζι διαλόγου. Της σχολής όπως είπαμε που έχοντας στο επίκεντρο το χρόνο, την αλληλουχία των γεγονότων να ορίζει την αφήγηση και πολύ λιγότερο την αιτιακή σχέση. Μονάχα που δεν παραμένει ούτε στην επικίνδυνη στάση της ουδετερότητας που έχει η ημερολογιακή τύπου εξιστόρηση. Προχωρά πιο μέρα και μέσω της αθωότητας, μέσα από το συγχωροχάρτι που δίνουμε πολλές φορές στη σάτιρα παίρνει θέση για την ιστορία και διαλέγει πλευρά από τα πρώτα κεφαλαία του βιβλίου.

Η επαναλαμβανομένη ρήση για τα κομμούνια που προκαλεί μειδίαμα στον αναγνώστη ανακαλώντας τον άλλοτε ηγεμονικό λαϊκό λόγο της δεξιάς γρήγορα μετατρέπεται σε απορία. Τα κομμούνια υπήρξαν μονάχα για να χαλούσανε τον κόσμο ότι ξεπουλιέται η Ελλάδα σελ 60.

Η στη σελίδα 81 για να κάνουν διαδηλώσεις καμιά τριανταριά και να κλείνουμε τους δρόμους και πιο κάτω στη σελίδα 91 να υποκινούν απεργίες γιατί γίνεται απεργία χωρίς κομμούνια

Στην καλύτερη περίπτωση υπάρχουν κάποιοι συμψηφισμοί όπου δίπλα στις συμμορίες της αριστεράς που λεηλατούσαν το συμπάν στη σελίδα 113 σε παρατακτική σύνταξη τοποθετούνται και οι συμμορίες της δεξιάς. Πάντως όπως συναντάς και πιο κάτω οι δολοπλοκίες γίνονται από τα κομμούνια, από τους Άγγλους από το Βασιλιά Γεώργιο από την κακή, άπληστη, ρωμαίικη ψυχή και σχεδόν ποτέ από άλλους πολιτικούς χώρους του πολιτικού σκηνικού.

Δεν υπάρχουν λοιπόν αδρές πολιτικές θέσεις, δεν υπάρχουν διακρίσεις προοδευτικές και συντηρητικές παρά μόνο η δίψα για εξουσία πολιτική και για πλουτισμό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αριστερά απουσιάζει και απουσιάζει με τρόπο ηχηρό. Στην παρέλαση τόσων ονομάτων εκεί στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και του αγώνα που δόθηκε για την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές μαθαίνεις κανείς πολύ περισσότερα για το Δαμασκηνό και το Σοφούλη παρά για τον αγώνα του ΕΑΜ. Δε χωράει ούτε μια γραμμή για το Σαντά και το Γλέζο. Εκείνη η γραμμή στην οποία περιορίζει αργότερα στο κείμενο ο συγγραφέας την εκτέλεση Μπελογιάννη αλλά και τη δολοφονία του Λαμπράκη.

Οι πολυτάραχοι καιροί της παντελούς έλλειψης στοιχειωδών πολιτικών δικαιωμάτων και αντίστοιχα ο γεμάτος θυσία αγώνας που δόθηκε από συγκεκριμένες πολιτικές προσωπικότητες, από παρατάξεις στριμώχνονται σε αστεϊσμούς όπως στο ο γέρος εννοεί το Γεώργιο Παπανδρέου χρόνια στο κουρμπέτι ήξερε πόσο αρέσουνε στα κομμούνια τα θύματα.

Η δίψα για την εξουσία, η έλλειψη στιβαρότητας και σταθερών απόψεων, το άβουλο όπως ο Ζαΐμης των πρωταγωνιστών εξηγεί τη νεότερη μας ιστορία. Ο ρόλος των ξένων επίσης καταλυτικός με τους Άγγλους να φταίνε για τα πάντα. Η επιρροή των ΗΠΑ σχεδόν ευεργετική στις πρώτες δεκαετίες του προηγουμένου αιώνα και στα πρώτα κεφαλαία του βιβλίου

ενοχοποιούνται μονάχα για την ανάγκη λοιδορίας στην περιγραφή του Ανδρέα Παπανδρέου φιλοαμερικανός κι αυτό τα λέει όλα.

Ο συγγραφέας διαλέγει και διαλέγει συνειδητά τον Καραμανλή θειο με έναν πολιτικό εκλεκτικισμό διόλου αθώο,

διόλου ουδέτερο απαλλαγμένο από την εμπλοκή του στην προδιδακτορική ανώμαλη πολιτική περίοδο, θεμελιωτή της ελληνικής δημοκρατίας και της ενταξιακής πορείας της χώρας προς την Ευρώπη,

ο οποίος συγκρίνεται με το λαϊκιστή λαοπλάνο Παπανδρέου υπεύθυνο για τη διόγκωση του δημοσίου, την τροφοδότηση της μαλθακότητας των Ελλήνων αποτρέποντας τους από τον υγιή ανταγωνισμό και την επιχειρηματικότητα, οπότε λογικό ότι πήγαινε να κάνει ο ψηλέας ο Μητσοτάκης διαβάζουμε στη σελίδα 315 ήταν λογικό να βρίσκει μπροστά του τοίχο. Ο Σημίτης με τη σειρά του αφήνει στον Καραμανλή νεότερο πράγματα να μαζέψει αλλά τα κομμούνια και τα ημικουμουνια με τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τους χαμένους μήνες σπουδών όπως διαβάζουμε στη σελίδα 343 σε μια εποχή που η ανθρωπότητα τρέχει να συναντήσει το μέλλον της δεν επιτρέπουν πολλά να γίνουν. Ο Καραμανλής ο νεότερος παγαίνει και βάζει επικεφαλής των ταμείων για τις συντάξεις ανθρώπους απλά ασχέτους.

Με δεδομένη την απουσία ιδεολογικών γραμμών χάρη ή και εξαιτίας της σάτιρας ο συγγραφέας μας οδηγεί και σε άλλον ύφαλο σε εκείνο της απαξίωσης της πολιτικής εν γένει, του μηδενισμού που τόσο αριστοτεχνικά υποβοηθιέται από τη γλώσσα του αφηγητή.

Μια γλώσσα εύρημα χαριτωμένο θα τολμούσα να πω που γειώνει την αφήγηση στο λόγο του καφενείου, της καθημερινότητας, μιας καθημερινότητας όμως πολύ συγκεκριμένης και σίγουρα περιθωριακής λουμπεν που καθώς οι σελίδες τρέχουν αποκτά μια μανιέρα. Παύει να ξαφνιάζει ή να σοκάρει, να παράγει σκώμμα γιατί εμφανώς προηγείται η πρόθεση διακωμώδησης με κάθε τρόπο. Και εξαιτίας αυτού γρήγορα ιδίως ο νεότερης ηλικίας αναγνώστης οδηγείται στην αποστασιοποίηση, ώστε κι εάν ακόμη ο συγγραφέας επιθυμεί απλά την αποδήμηση της ιστορίας και του δέους προς τις μεγάλες στιγμές του νεότερου ελληνικού κράτους λίγο το πετυχαίνει.

Αυτό που σίγουρα επιτυγχάνεται είναι η προσωπογράφηση όπως χαρακτηριστικά λέμε στη μυθοπλασία με ενημερωτικά στοιχεία μεγάλης γκάμας για όλους τους πρωταγωνιστές. Ιδιαιτέρως ευφυής είναι η χρήση του πρωθύστερου στην αφήγηση που η Στάη, ο Αυτιάς, ο Κακαουνάκης και ο Ρουσσόπουλος μπερδεύονται γλυκά στο 1930 και το 1960.

Οφείλω ακόμη να σημειώσω ότι σήμερα που κοιμόμαστε με off shore,

ξυπνάμε με CDO, σύνθετα ομόλογα να έχουν εισβάλει και στα ελληνικά ταμεία

και χρυσόβουλα του παπαδαριού όπως θα έλεγε και ο συγγραφέας

οφείλω να σημειώσω την τραγική σύμπτωση, τον τραγικό χαρακτήρα του επίκαιρου όσον αφορά τμήματα του βιβλίου σε σχέση με την εικόνα που παρουσιάζει η κεντρική πολιτική σκηνή.

Κι επομένως να ευχηθώ ότι πολύ γρήγορα το βιβλίο θα έχει όχι μια νοσταλγία βεβαίως αλλά θα είναι ανεπίκαιρο αφού θα έχει επιτευχθεί μια τεράστια και αναγκαία αλλαγή, μια ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και στο επίκεντρο θα είναι οι υγιείς, ριζοσπαστικές δυνάμεις, τα ημικουμουνια κατά τον Σακελλαροπουλο.