Α. ΕΙΣΑΓΩΓΉ
Ο Συνασπισμός εδώ και χρόνια βιώνει μια μόνιμη αντίφαση. Ενώ είναι δομημένος στη πράξη ως ένα ιστορικό « κόμμα νέου τύπου » με δεδομένη την αποκλειστικά κομμουνιστογενή κληρονομιά που άφησαν οι ιστορικές εκδοχές της ελληνικής Αριστεράς, με τη γνωστή «πυραμιδική» οργανωτική μορφή ( οργανώσεις βάσης – πολιτικές κινήσεις, νομαρχιακές επιτροπές, Κεντρική Πολιτική Επιτροπή - ΚΠΕ, Πολιτική Γραμματεία ), στη πράξη λειτουργεί ως κόμμα ( ολίγων ηγετικών ) στελεχών, συγκεντρωτικό και ιεραρχικό, με ιεραρχίες που δομούνται όχι μόνο από το συσχετισμό της δύναμης των τάσεων αλλά και το σταρ σύστεμ των καναλιών και των μεγάλων εφημερίδων. Η πολιτική συζήτηση σπάνια ξεφεύγει από τη δημοσιογραφικού τύπου παρουσίαση των αποφάσεων της Πολιτικής Γραμματείας, επενδυμένων με τη δημοκρατικοφάνεια αραιών Κεντρικών Πολιτικών Επιτροπών και φυσικά δε γίνεται λόγος για αμφίδρομη σχέση των καθοδηγητικών οργάνων και των οργανώσεων βάσης. Αποφάσεις, προτεραιότητες, καταστατικό, πολιτική γραμμή, είναι σχετικές και αμφίσημες έννοιες, με συνέπεια οι πολιτικές επιλογές να είναι μια αποκλειστική υπόθεση των στελεχών (όχι μόνο των κεντρικών αλλά και των περιφερειακών, των γραμματέων, των αυτοδιοικητικών, των βουλευτών- ως η απόλυτη «εξωθεσμική» δύναμη ).
Συνέπεια των προηγουμένων στους κόλπους του κόμματος είναι να ανθούν η διαμεσολάβηση, η ανάθεση και η υποκατάσταση. Τα όργανα υποκαθιστούν την ολομέλεια, τη ζωντανή συμμετοχή των μελών, τα μέλη αναθέτουν την πολιτική διεκπεραίωση στα στελέχη, οι τάσεις διαμεσολαβούν τις πολιτικές αντιθέσεις αλλά και τις κατανομές εξουσίας στα όργανα, αποτελώντας στη πράξη οργανωτικούς μηχανισμούς νομής της εσωκομματικής εξουσίας αντί να είναι κύτταρα παραγωγής πολιτικού και ιδεολογικού λόγου.
Ο Συνασπισμός εδώ και χρόνια βιώνει μια μόνιμη αντίφαση. Ενώ είναι δομημένος στη πράξη ως ένα ιστορικό « κόμμα νέου τύπου » με δεδομένη την αποκλειστικά κομμουνιστογενή κληρονομιά που άφησαν οι ιστορικές εκδοχές της ελληνικής Αριστεράς, με τη γνωστή «πυραμιδική» οργανωτική μορφή ( οργανώσεις βάσης – πολιτικές κινήσεις, νομαρχιακές επιτροπές, Κεντρική Πολιτική Επιτροπή - ΚΠΕ, Πολιτική Γραμματεία ), στη πράξη λειτουργεί ως κόμμα ( ολίγων ηγετικών ) στελεχών, συγκεντρωτικό και ιεραρχικό, με ιεραρχίες που δομούνται όχι μόνο από το συσχετισμό της δύναμης των τάσεων αλλά και το σταρ σύστεμ των καναλιών και των μεγάλων εφημερίδων. Η πολιτική συζήτηση σπάνια ξεφεύγει από τη δημοσιογραφικού τύπου παρουσίαση των αποφάσεων της Πολιτικής Γραμματείας, επενδυμένων με τη δημοκρατικοφάνεια αραιών Κεντρικών Πολιτικών Επιτροπών και φυσικά δε γίνεται λόγος για αμφίδρομη σχέση των καθοδηγητικών οργάνων και των οργανώσεων βάσης. Αποφάσεις, προτεραιότητες, καταστατικό, πολιτική γραμμή, είναι σχετικές και αμφίσημες έννοιες, με συνέπεια οι πολιτικές επιλογές να είναι μια αποκλειστική υπόθεση των στελεχών (όχι μόνο των κεντρικών αλλά και των περιφερειακών, των γραμματέων, των αυτοδιοικητικών, των βουλευτών- ως η απόλυτη «εξωθεσμική» δύναμη ).
Συνέπεια των προηγουμένων στους κόλπους του κόμματος είναι να ανθούν η διαμεσολάβηση, η ανάθεση και η υποκατάσταση. Τα όργανα υποκαθιστούν την ολομέλεια, τη ζωντανή συμμετοχή των μελών, τα μέλη αναθέτουν την πολιτική διεκπεραίωση στα στελέχη, οι τάσεις διαμεσολαβούν τις πολιτικές αντιθέσεις αλλά και τις κατανομές εξουσίας στα όργανα, αποτελώντας στη πράξη οργανωτικούς μηχανισμούς νομής της εσωκομματικής εξουσίας αντί να είναι κύτταρα παραγωγής πολιτικού και ιδεολογικού λόγου.
Β. Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Εκ προοιμίου να δηλώσουμε ότι δεν θεωρούμε λυμένα τα ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα τα ζητήματα συμμετοχής των μελών του κόμματος σε ουσιαστικές διαδικασίες διαμόρφωσης του συλλογικού «θέλω» και «είναι». Γνωρίζουμε εκ πείρας και σύγκρισης ότι στα κόμματα που φιμώνουν τις μειοψηφικές απόψεις, η διάσπαση παραμονεύει, όπως παραμονεύει ο αυταρχισμός και η καταστολή της ηγετικής ομάδας.
Πιστεύουμε ότι το κόμμα λειτουργεί ιεραρχικά και αρχηγικά με τις υπερεξουσίες των «προβεβλημένων» στελεχών. Το οργανωτικό καταστατικό συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 2005 μπορούσε και έπρεπε να αποτελέσει την ευκαιρία για ριζικές αλλαγές στη φυσιογνωμία και τις δομές του κόμματος. Όμως ναυάγησε, απωλέσαμε δηλαδή μια ακόμα ευκαιρία, μετά το τακτικό συνέδριο, για να αντικαταστήσουμε την «ολιγαρχική» διεύθυνση του κόμματος με μια αμεσοδημοκρατική και συμμετοχική. Η κατάληξή του μας προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα θυμηδίας και δυσαρέσκειας, καθώς ολοκληρώθηκε με το πιο εξευτελιστικό για το κόμμα και τους ίδιους τους συνέδρους τρόπο.
Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η σχεδόν πλήρης απαξίωση των καταστατικών αλλαγών που υποτίθεται ότι ήταν το κύριο αντικείμενό του, η συζήτηση επί των οποίων υποκαταστάθηκε κυρίως από μια ατέρμονη και μάλλον αδιέξοδη συζήτηση και αντιπαράθεση περί τάσεων που μετέτρεψε το Συνέδριο σε «θέατρο επιχειρήσεων» ανάμεσα στις τάσεις και τον πρόεδρο.
Ο πρόεδρος με δραματικό και εντελώς λαικίστικο τρόπο επιτέθηκε ουσιαστικά στις τάσεις για το τρόπο λειτουργίας τους, πρότεινε αφενός μεν να εκλέγεται ο Πρόεδρος από το Συνέδριο και αφετέρου να καταργηθούν οι λίστες για την εκλογή της Πολιτικής Γραμματείας με κατοχύρωση της μειοψηφίας.
Οι τάσεις υποστήριζαν ότι ανοίγει ο δρόμος για τη κατάργησή τους ενώ η άλλη πλευρά, παρά τις διαφοροποιήσεις, υποστήριζε ότι δε θίγονται επί της ουσίας οι τάσεις αλλά λαμβάνονται καταστατικά μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά φαινόμενα περί μηχανισμών κλπ.
Όλες αυτές οι εν μέρει θλιβερές αντιπαραθέσεις δημιούργησαν πόλωση και ένταση, και ,στη πράξη, το συνέδριο περίπου διαλύθηκε στο τέλος, αποκορύφωμα της απαξίωσης και του κλίματος κρίσης και άγονης αντιπαράθεσης που επικράτησε κατά τη διάρκειά του, χωρίς να γίνει ουσιαστική συζήτηση για πολλές και κρίσιμες οργανωτικές αλλαγές.
Ψηφίστηκαν μεν οι περιορισμένες θητείες για Πολιτική Γραμματεία, βουλευτές και ευρωβουλευτές όχι όμως για την ΚΠΕ και όχι αναδρομικά για όλα τα παραπάνω, ενώ η πολυθεσία στις θέσεις βουλευτή, ευρωβουλευτή και δημοτικού ή νομαρχιακού συμβούλου παραπέμφθηκε στη ΚΠΕ- δηλαδή στις καλένδες. Παράλληλα, η ποσόστωση γυναικών στο 50% δε συζητήθηκε καν. Το μεγαλύτερο ανέκδοτο απ’ όλα ήταν ότι οι προτάσεις που δε συζητήθηκαν , δηλαδή η πλειοψηφία των προτάσεων της ΚΠΕ και όλες οι τροπολογίες των συνέδρων παραπέμφθηκαν « για προβληματισμό» στην ΚΠΕ, δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων κατά πάσα βεβαιότητα.
Γ. ΑΞΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
Με δεδομένα τα παραπάνω εγείρεται η ανάγκη για ριζικές αλλαγές που θα προσδώσουν άλλα χαρακτηριστικά στο οργανωτικά γερασμένο και ιδεολογικοπολιτικά τελματωμένο σώμα του κόμματος. Όμως, καμιά τομή, κανένας επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας, ακόμα και της εσωκομματικής δημοκρατίας δε μπορεί να γίνει σε κενό πολιτικής δράσης. Οφείλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ή να αξιοποιήσουμε τις πολιτικές συγκυρίες που βοηθούν και συμβάλλουν σε τέτοιες αλλαγές. Το εγχείρημα της Ανοικτής Πόλης και άλλων αναλόγων συλλογικοτήτων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, οι θετικές εμπειρίες από τη φυσιογνωμία και λειτουργία του Ελληνικού και του Ευρωπαικού Κοινωνικού Φόρουμ θα πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό στις αλλαγές που θεωρούμε αναγκαίες. Μας ενδιαφέρουν τα μοντέλα συλλογικοτήτων που συνδυάζουν τα αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά στη δομή και στη λειτουργία, που βρίσκονται σε συνομιλία με τα παλιά και τα νέα κοινωνικά κινήματα, που αναπτύσσουν επεξεργασίες συσσωματώσης της εμπειρίας και των διεκδικήσεων των αυτοδιαχειριστικών συμμετοχικών πειραμάτων καθώς και την απαραίτητη οργανωτική ευρωστία. Η «κοινωνικοποίηση» του Συ.Ριζ.Α., για παράδειγμα, η απόκτηση περιφερειακής υπόστασης με συμμετοχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες είναι ένα μέτωπο που έχει ανοίξει και δεν έχει κλείσει παρά τις επιβουλές και τα λάθη.
Ανανέωση για μας σημαίνει ριζικές παρεμβάσεις σε ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό επίπεδο με τους παρακάτω τρόπους :
α) να επιδιώξουμε αφενός την εισροή πολλών νέων ανθρώπων ( απαραίτητα σε ηλικία αλλά και στη πολιτική και ιδεολογική ματιά ) από το χώρο των νέων και των παλιών κοινωνικών κινημάτων στο κομματικό οργανισμό που θα συμβάλλουν στην οργανωτική και πολιτική αναζωογόνησή του και αφετέρου την ουσιαστική αξιοποίηση της νεολαίας του κόμματος και άλλων νέων μελών στα κέντρα αποφάσεων.
β) να γίνουμε πιο παρεμβατικοί και πιο κοινωνικά γειωμένοι . Χωρίς πολιτική εξωστρέφεια, χωρίς κοινωνική ανατροφοδότηση, χωρίς συλλογικότητα και λαικότητα ο όποιος πολιτικός και ιδεολογικός λόγος του κόμματος είναι «ακαδημαικός» και αφιλόξενος στις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπήσει.
γ) να καταρτίσουμε ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» πολιτικών θέσεων και προγραμματικών διεκδικήσεων με αιτήματα και στόχους που να πολιτικοποιούν και να οριοθετούν την αντίθεσή μας στο νεοφιλελευθερισμό, να οργανώνουν πολιτικά τις κοινωνικές αντιστάσεις και τις εργατικές διεκδικήσεις, να φωτίζουν την κοινωνική δυναμική, από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής προοπτικής του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και του δημοκρατικού δρόμου. Για να το πούμε με άλλα λόγια, την υποχρέωση που έχει κάθε αριστερό, πολιτικό υποκείμενο - επί ποινή εξαφάνισής του από το πολιτικό σκηνικό, σε αντίθετη περίπτωση - να συμπυκνώνει, τα σκόρπια αιτήματα στο κοινωνικό επίπεδο, σε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, έτσι ώστε να τα καταστήσει πραγματικό πολιτικό διακύβευμα.
δ) να αντιμετωπίσουμε επιτέλους και να λύσουμε δημιουργικά το μέγιστο ζητούμενο της εσωκομματικής δημοκρατίας, της αντιγραφειοκρατικής πρακτικής και του (αντι) (μονο)τασικού ελέγχου του κόμματός μας . Οι τάσεις δικαιολογούν το ρόλο, την αναγκαιότητά τους στη συνείδηση των μελών στο βαθμό που συμβάλλουν στο πολιτικό προβληματισμό, που πλουτίζουν το πολιτικό διάλογο, που εμβαθύνουν στα στρατηγικά διλήμματα. Τάσεις νομής της εσωκομματικής εξουσίας όχι μόνο δε προσφέρουν αλλά διαιωνίζουν τη κρίση της εσωκομματικής δημοκρατίας και της αποξένωσης των μελών από τη πολιτική συμμετοχή.
ε) να επιδιώξουμε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες το συνολικό μετασχηματισμό του κόμματος στις κατευθύνσεις της ανάκλησης και της εναλλαγής των εκλεγμένων σε διάφορα όργανα μελών του, της έμπρακτης αποδόμησης της διάκρισης μελών και στελεχών, της ελεύθερης ύπαρξης ρευμάτων, της μη υπονόμευσης των θέσεων μετά τη λήψη των αποφάσεων και της καθολικής κινητοποίησης των μελών και ουσιαστικής συμμετοχής τους στις αποφάσεις .
Μόνο η προοπτική της επανίδρυσης του κόμματος με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρουμε μπορεί να καταστήσει εφικτή την πιθανότητα δημιουργίας ενός κόμματος πραγματικά ανανεωμένου σε πρόσωπα, σε οργανωτική διάρθρωση και σε πολιτικές επιλογές και, άρα, πιο ανταγωνιστικού και επικίνδυνου για το σύστημα. Πιστεύουμε ότι πρέπει να συμβεί μια αληθινή πολιτισμική επανάσταση, έτσι ώστε να μετατραπεί το κόμμα από συμπαθές κόμμα-studio, σε κόμμα-εργαλείο μάχης των λαικών στρωμάτων και των νέων και παραδοσιακών κοινωνικών κινημάτων. Η σημερινή ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση του κόμματος, τα αξεπέραστα οργανωτικά προβλήματα και οι παραδόσεις που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν την επίτευξη αυτού του στόχου αδύνατη. Εννοείται ,βέβαια, ότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε κανέναν και καμιά από τον «ιστορικό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς» από αυτές τις ενωτικές, ανασυνθετικές διαδικασίες. Όπως ακριβώς ισχύει και για το στόχο της ενότητας όλης της Αριστεράς σε επίπεδο κινήματος, από τις προοπτικές επανίδρυσης πρέπει να αποκλείονται μόνο όσοι και όσες αυτοαποκλείονται. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να σημαίνει ότι υποχωρούμε σε πολιτικές απειλές, συνεχίζοντας να ισορροπούμε ανάμεσα σε προοπτικές ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Οποιεσδήποτε άλλες επιλογές είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν με σισύφειο τρόπο τα αδιέξοδα που μας ταλαιπωρούν σήμερα .
Εκ προοιμίου να δηλώσουμε ότι δεν θεωρούμε λυμένα τα ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα τα ζητήματα συμμετοχής των μελών του κόμματος σε ουσιαστικές διαδικασίες διαμόρφωσης του συλλογικού «θέλω» και «είναι». Γνωρίζουμε εκ πείρας και σύγκρισης ότι στα κόμματα που φιμώνουν τις μειοψηφικές απόψεις, η διάσπαση παραμονεύει, όπως παραμονεύει ο αυταρχισμός και η καταστολή της ηγετικής ομάδας.
Πιστεύουμε ότι το κόμμα λειτουργεί ιεραρχικά και αρχηγικά με τις υπερεξουσίες των «προβεβλημένων» στελεχών. Το οργανωτικό καταστατικό συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 2005 μπορούσε και έπρεπε να αποτελέσει την ευκαιρία για ριζικές αλλαγές στη φυσιογνωμία και τις δομές του κόμματος. Όμως ναυάγησε, απωλέσαμε δηλαδή μια ακόμα ευκαιρία, μετά το τακτικό συνέδριο, για να αντικαταστήσουμε την «ολιγαρχική» διεύθυνση του κόμματος με μια αμεσοδημοκρατική και συμμετοχική. Η κατάληξή του μας προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα θυμηδίας και δυσαρέσκειας, καθώς ολοκληρώθηκε με το πιο εξευτελιστικό για το κόμμα και τους ίδιους τους συνέδρους τρόπο.
Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η σχεδόν πλήρης απαξίωση των καταστατικών αλλαγών που υποτίθεται ότι ήταν το κύριο αντικείμενό του, η συζήτηση επί των οποίων υποκαταστάθηκε κυρίως από μια ατέρμονη και μάλλον αδιέξοδη συζήτηση και αντιπαράθεση περί τάσεων που μετέτρεψε το Συνέδριο σε «θέατρο επιχειρήσεων» ανάμεσα στις τάσεις και τον πρόεδρο.
Ο πρόεδρος με δραματικό και εντελώς λαικίστικο τρόπο επιτέθηκε ουσιαστικά στις τάσεις για το τρόπο λειτουργίας τους, πρότεινε αφενός μεν να εκλέγεται ο Πρόεδρος από το Συνέδριο και αφετέρου να καταργηθούν οι λίστες για την εκλογή της Πολιτικής Γραμματείας με κατοχύρωση της μειοψηφίας.
Οι τάσεις υποστήριζαν ότι ανοίγει ο δρόμος για τη κατάργησή τους ενώ η άλλη πλευρά, παρά τις διαφοροποιήσεις, υποστήριζε ότι δε θίγονται επί της ουσίας οι τάσεις αλλά λαμβάνονται καταστατικά μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά φαινόμενα περί μηχανισμών κλπ.
Όλες αυτές οι εν μέρει θλιβερές αντιπαραθέσεις δημιούργησαν πόλωση και ένταση, και ,στη πράξη, το συνέδριο περίπου διαλύθηκε στο τέλος, αποκορύφωμα της απαξίωσης και του κλίματος κρίσης και άγονης αντιπαράθεσης που επικράτησε κατά τη διάρκειά του, χωρίς να γίνει ουσιαστική συζήτηση για πολλές και κρίσιμες οργανωτικές αλλαγές.
Ψηφίστηκαν μεν οι περιορισμένες θητείες για Πολιτική Γραμματεία, βουλευτές και ευρωβουλευτές όχι όμως για την ΚΠΕ και όχι αναδρομικά για όλα τα παραπάνω, ενώ η πολυθεσία στις θέσεις βουλευτή, ευρωβουλευτή και δημοτικού ή νομαρχιακού συμβούλου παραπέμφθηκε στη ΚΠΕ- δηλαδή στις καλένδες. Παράλληλα, η ποσόστωση γυναικών στο 50% δε συζητήθηκε καν. Το μεγαλύτερο ανέκδοτο απ’ όλα ήταν ότι οι προτάσεις που δε συζητήθηκαν , δηλαδή η πλειοψηφία των προτάσεων της ΚΠΕ και όλες οι τροπολογίες των συνέδρων παραπέμφθηκαν « για προβληματισμό» στην ΚΠΕ, δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων κατά πάσα βεβαιότητα.
Γ. ΑΞΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
Με δεδομένα τα παραπάνω εγείρεται η ανάγκη για ριζικές αλλαγές που θα προσδώσουν άλλα χαρακτηριστικά στο οργανωτικά γερασμένο και ιδεολογικοπολιτικά τελματωμένο σώμα του κόμματος. Όμως, καμιά τομή, κανένας επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας, ακόμα και της εσωκομματικής δημοκρατίας δε μπορεί να γίνει σε κενό πολιτικής δράσης. Οφείλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ή να αξιοποιήσουμε τις πολιτικές συγκυρίες που βοηθούν και συμβάλλουν σε τέτοιες αλλαγές. Το εγχείρημα της Ανοικτής Πόλης και άλλων αναλόγων συλλογικοτήτων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, οι θετικές εμπειρίες από τη φυσιογνωμία και λειτουργία του Ελληνικού και του Ευρωπαικού Κοινωνικού Φόρουμ θα πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό στις αλλαγές που θεωρούμε αναγκαίες. Μας ενδιαφέρουν τα μοντέλα συλλογικοτήτων που συνδυάζουν τα αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά στη δομή και στη λειτουργία, που βρίσκονται σε συνομιλία με τα παλιά και τα νέα κοινωνικά κινήματα, που αναπτύσσουν επεξεργασίες συσσωματώσης της εμπειρίας και των διεκδικήσεων των αυτοδιαχειριστικών συμμετοχικών πειραμάτων καθώς και την απαραίτητη οργανωτική ευρωστία. Η «κοινωνικοποίηση» του Συ.Ριζ.Α., για παράδειγμα, η απόκτηση περιφερειακής υπόστασης με συμμετοχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες είναι ένα μέτωπο που έχει ανοίξει και δεν έχει κλείσει παρά τις επιβουλές και τα λάθη.
Ανανέωση για μας σημαίνει ριζικές παρεμβάσεις σε ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό επίπεδο με τους παρακάτω τρόπους :
α) να επιδιώξουμε αφενός την εισροή πολλών νέων ανθρώπων ( απαραίτητα σε ηλικία αλλά και στη πολιτική και ιδεολογική ματιά ) από το χώρο των νέων και των παλιών κοινωνικών κινημάτων στο κομματικό οργανισμό που θα συμβάλλουν στην οργανωτική και πολιτική αναζωογόνησή του και αφετέρου την ουσιαστική αξιοποίηση της νεολαίας του κόμματος και άλλων νέων μελών στα κέντρα αποφάσεων.
β) να γίνουμε πιο παρεμβατικοί και πιο κοινωνικά γειωμένοι . Χωρίς πολιτική εξωστρέφεια, χωρίς κοινωνική ανατροφοδότηση, χωρίς συλλογικότητα και λαικότητα ο όποιος πολιτικός και ιδεολογικός λόγος του κόμματος είναι «ακαδημαικός» και αφιλόξενος στις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπήσει.
γ) να καταρτίσουμε ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» πολιτικών θέσεων και προγραμματικών διεκδικήσεων με αιτήματα και στόχους που να πολιτικοποιούν και να οριοθετούν την αντίθεσή μας στο νεοφιλελευθερισμό, να οργανώνουν πολιτικά τις κοινωνικές αντιστάσεις και τις εργατικές διεκδικήσεις, να φωτίζουν την κοινωνική δυναμική, από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής προοπτικής του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και του δημοκρατικού δρόμου. Για να το πούμε με άλλα λόγια, την υποχρέωση που έχει κάθε αριστερό, πολιτικό υποκείμενο - επί ποινή εξαφάνισής του από το πολιτικό σκηνικό, σε αντίθετη περίπτωση - να συμπυκνώνει, τα σκόρπια αιτήματα στο κοινωνικό επίπεδο, σε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, έτσι ώστε να τα καταστήσει πραγματικό πολιτικό διακύβευμα.
δ) να αντιμετωπίσουμε επιτέλους και να λύσουμε δημιουργικά το μέγιστο ζητούμενο της εσωκομματικής δημοκρατίας, της αντιγραφειοκρατικής πρακτικής και του (αντι) (μονο)τασικού ελέγχου του κόμματός μας . Οι τάσεις δικαιολογούν το ρόλο, την αναγκαιότητά τους στη συνείδηση των μελών στο βαθμό που συμβάλλουν στο πολιτικό προβληματισμό, που πλουτίζουν το πολιτικό διάλογο, που εμβαθύνουν στα στρατηγικά διλήμματα. Τάσεις νομής της εσωκομματικής εξουσίας όχι μόνο δε προσφέρουν αλλά διαιωνίζουν τη κρίση της εσωκομματικής δημοκρατίας και της αποξένωσης των μελών από τη πολιτική συμμετοχή.
ε) να επιδιώξουμε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες το συνολικό μετασχηματισμό του κόμματος στις κατευθύνσεις της ανάκλησης και της εναλλαγής των εκλεγμένων σε διάφορα όργανα μελών του, της έμπρακτης αποδόμησης της διάκρισης μελών και στελεχών, της ελεύθερης ύπαρξης ρευμάτων, της μη υπονόμευσης των θέσεων μετά τη λήψη των αποφάσεων και της καθολικής κινητοποίησης των μελών και ουσιαστικής συμμετοχής τους στις αποφάσεις .
Μόνο η προοπτική της επανίδρυσης του κόμματος με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρουμε μπορεί να καταστήσει εφικτή την πιθανότητα δημιουργίας ενός κόμματος πραγματικά ανανεωμένου σε πρόσωπα, σε οργανωτική διάρθρωση και σε πολιτικές επιλογές και, άρα, πιο ανταγωνιστικού και επικίνδυνου για το σύστημα. Πιστεύουμε ότι πρέπει να συμβεί μια αληθινή πολιτισμική επανάσταση, έτσι ώστε να μετατραπεί το κόμμα από συμπαθές κόμμα-studio, σε κόμμα-εργαλείο μάχης των λαικών στρωμάτων και των νέων και παραδοσιακών κοινωνικών κινημάτων. Η σημερινή ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση του κόμματος, τα αξεπέραστα οργανωτικά προβλήματα και οι παραδόσεις που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν την επίτευξη αυτού του στόχου αδύνατη. Εννοείται ,βέβαια, ότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε κανέναν και καμιά από τον «ιστορικό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς» από αυτές τις ενωτικές, ανασυνθετικές διαδικασίες. Όπως ακριβώς ισχύει και για το στόχο της ενότητας όλης της Αριστεράς σε επίπεδο κινήματος, από τις προοπτικές επανίδρυσης πρέπει να αποκλείονται μόνο όσοι και όσες αυτοαποκλείονται. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να σημαίνει ότι υποχωρούμε σε πολιτικές απειλές, συνεχίζοντας να ισορροπούμε ανάμεσα σε προοπτικές ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Οποιεσδήποτε άλλες επιλογές είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν με σισύφειο τρόπο τα αδιέξοδα που μας ταλαιπωρούν σήμερα .
Αυγή, 2006