Οκτώ το πρωί. Ελληνικός σκέτος καφές, πρώτη ρουφηξιά από τσιγάρο και το μάτι σταματά στο ημερολόγιο τοίχου. Έχει μείνει στις 20 Ιουλίου, ημέρα αναχώρησης για τη Μήλο. Βαρύς αναστεναγμός για το ότι πρέπει να σηκωθώ να ξεκολλήσω όλα εκείνα τα μικρά χαρτάκια που με χωρίζουν από τη ζεστή άμμο του Τσιγκράδο και τα βράχια του Σαρακήνικου. Τι μέρα είναι σήμερα; Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου. Κρυώνει η ψυχή μου. Πόσο διαφορετικό το κόκκινο από τις γλώσσες της φωτιάς στους πύργους της Ν. Υόρκης, τα κοκκινισμένα μάτια της μάνας που μοιρολογούσε το αγγελούδι της στο Μπίσλαμ λίγες μέρες πριν, από το κόκκινο του ουρανού που με καλωσόριζε το σούρουπο στη Μήλο; Να ξημερώσει, Θεέ μου Κυριακή, να μη θυμάμαι θλιβερές επετείους, να μην τριβελίζουν το μυαλό μου έννοιες σαν αυτές της ασφάλειας και της τρομοκρατίας, αδίστακτα ακυρωτικές για πράγματα και νοήματα άλλοτε αυτονόητα.
Το πρόταγμα της «ασφάλειας», μιας «ασφάλειας» γενικής και περιέχουσας ως λέξη τα πάντα και το τίποτα, που μετέτρεψε τις διαδηλώσεις των μητροπολιτικών νεολαιών σε επικίνδυνες συναθροίσεις, που διαστρέβλωσε τους αγώνες αγέρωχων λαών για την ελευθερία τους σε αποκρουστικές τρομοκρατικές πράξεις, που μετέτρεψε το αυτονόητο των διεκδικήσεων μας σε ύποπτο και περιθωριακό. Εκείνη η περίφημη «ασφάλεια» που δειλά και αποσπασματικά στην αρχή, επίμονα και συστηματικά στη συνέχεια, μας έπεισε ότι τα καραβάνια με τα ξυπόλητα ορφανά και τους πρόσφυγες από βομβαρδισμένους τόπους είναι απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια των χωρών μας, που βομβάρδιζαν τα μέρη τους. Μια «ασφάλεια» που μας καλεί να απολογηθούμε κάθε φορά που αντιδρούμε σε απαράδεκτα άλλων, όχι πολύ μακρινών περιόδων, όπως η γενικευμένη και νομιμοποιημένη ηλεκτρονική παρακολούθηση. Μια έννοια «ασφάλειας» στο όνομα της οποίας διεθνείς συμβάσεις παραβιάζονται απνευστί και ας πήρε αιώνες να υπογραφούν. Μια «ασφάλεια» νέας εποχής, που ορίζει την απειλή με συγκεκριμένο χρώμα, θρήσκευμα και καταγωγή. Μια «ασφάλεια» που ποινικοποιεί τη διαφορετικότητα και ενοχοποιεί την ανεκτικότητα προς το αλλότριο. Μια «ασφάλεια», η οποία απέκτησε θλιβερή επέτειο, 11 Σεπτεμβρίου 2001 και δικαίωσε τα άνομα που θεσπίστηκαν από έννομες πλειοψηφίες και κυβερνήσεις. Μια θλιβερή 11η Σεπτεμβρίου που ήρθε να απαλείψει μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου, εκείνη που σώριαζε θανάσιμα αιμόφυρτο στα σκαλιά του προεδρικού μεγάρου τον Αλιέντε.
Το πρόταγμα της «ασφάλειας», μιας «ασφάλειας» γενικής και περιέχουσας ως λέξη τα πάντα και το τίποτα, που μετέτρεψε τις διαδηλώσεις των μητροπολιτικών νεολαιών σε επικίνδυνες συναθροίσεις, που διαστρέβλωσε τους αγώνες αγέρωχων λαών για την ελευθερία τους σε αποκρουστικές τρομοκρατικές πράξεις, που μετέτρεψε το αυτονόητο των διεκδικήσεων μας σε ύποπτο και περιθωριακό. Εκείνη η περίφημη «ασφάλεια» που δειλά και αποσπασματικά στην αρχή, επίμονα και συστηματικά στη συνέχεια, μας έπεισε ότι τα καραβάνια με τα ξυπόλητα ορφανά και τους πρόσφυγες από βομβαρδισμένους τόπους είναι απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια των χωρών μας, που βομβάρδιζαν τα μέρη τους. Μια «ασφάλεια» που μας καλεί να απολογηθούμε κάθε φορά που αντιδρούμε σε απαράδεκτα άλλων, όχι πολύ μακρινών περιόδων, όπως η γενικευμένη και νομιμοποιημένη ηλεκτρονική παρακολούθηση. Μια έννοια «ασφάλειας» στο όνομα της οποίας διεθνείς συμβάσεις παραβιάζονται απνευστί και ας πήρε αιώνες να υπογραφούν. Μια «ασφάλεια» νέας εποχής, που ορίζει την απειλή με συγκεκριμένο χρώμα, θρήσκευμα και καταγωγή. Μια «ασφάλεια» που ποινικοποιεί τη διαφορετικότητα και ενοχοποιεί την ανεκτικότητα προς το αλλότριο. Μια «ασφάλεια», η οποία απέκτησε θλιβερή επέτειο, 11 Σεπτεμβρίου 2001 και δικαίωσε τα άνομα που θεσπίστηκαν από έννομες πλειοψηφίες και κυβερνήσεις. Μια θλιβερή 11η Σεπτεμβρίου που ήρθε να απαλείψει μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου, εκείνη που σώριαζε θανάσιμα αιμόφυρτο στα σκαλιά του προεδρικού μεγάρου τον Αλιέντε.
Ραδιοφωνική εκπομπή Χ. Μιχαηλίδη, ΔΙΕΣΗ 101,3