9.3.09

Ο θυμός είναι δώρο ανάμεσα στις γενιές

Την ημέρα της συγγραφής αυτού του μικρού κειμένου βρέθηκα μπρος στην είδηση της δολοφονικής επίθεσης με πυροβόλο όπλο εναντίον αστυνομικών έξω απο το υπουργείο πολιτισμού. Μία πράξη άνανδρη, απόλυτα και απερίφραστα καταδικαστέα απο κάθε άποψη.
Μια δολοφονική πράξη που έρχεται λίγες μέρες μετά την δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή απο ένα όργανο της τάξης. Μία πράξη βάναυση, εξίσου καταδικαστέα που επέφερε ένα βαθύτατο πλήγμα σ’ αυτό που ονομάζουμε κράτος δικαίου. Μία πράξη της οποίας ο τρόπος εκτέλεσης θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται γι’ αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε πέρασμα στην πράξη .
Ας μείνουμε όμως στην τοπογραφία της σημερινής επίθεσης. Το υπουργείο πολιτισμού φέρει ένα συμβολισμό. Προσδιορίζεται απο το σημαίνον «πολιτισμός». Η θέση μου είναι ότι και τα δύο δολοφονικά χτυπήματα αποτελούν πλήγμα εναντία στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός είναι το λεπτό όριο ανάμεσα στο κράτος δικαίου και το κράτος-πολιτεία. Το κράτος δικαίου δεν ταυτίζεται με το κράτος-πολιτεία. Το κράτος δικαίου είναι ένα σύνολο υψηλών ηθικών αξιών το οποίο μας επιτρέπει να ελέγχουμε και να οριοθετούμε το κράτος-πολιτεία. Η τελευταία κρίνεται απο το αν μπορεί ή δεν μπορεί να εγγυηθεί την λειτουργία του κράτους δικαίου. Και απ’ ότι φαίνεται δεν μπορεί. Το αποδεικνύει η ετυμηγορία του δικαστηρίου για το περιστατικό της «ζαρντινιέρας» σύμφωνα με την οποία οι αστυνομικοί είναι ελεύθεροι, πληρώνοντας 5 ευρώ την ημέρα. Η ατιμωρησία σ’ όλο της το μεγαλείο, τρίτο ενδιάμεσο πλήγμα ενάντια στο κράτος δικαίου. Συνεπώς αν δεν ελέγχουμε το κράτος-πολιτεία είναι δική μας ευθύνη.
Το κράτος δικαίου είναι το μοναδικό όπλο που έχει στα χέρια της μία κοινωνία η οποία θέλει να λέγεται δημοκρατική. Δεν υπάρχει Δημοκρατία άπαξ. Η Δημοκρατία πρέπει συνεχώς να δίνει τις αποδείξεις της. Αυτό είναι το στοίχημα της, αυτό είναι που την διακρίνει απο την δικτατορία και την αναρχία. Όταν δεν το κάνει σημαίνει ότι κοιμάται. Και όταν η δημοκρατία κοιμάται, σημαίνει ότι υπάρχει ένας Άλλος που την υπνωτίζει. Στο σημείο αυτό ο πολιτισμός κινδυνεύει.
Ανάμεσα στις δύο δολοφονικές πράξεις πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις, συμβολικές πράξεις διαμαρτυρίας και πορείες με την συμμετοχή μαθητών, νέων, αλλά και πολλών άλλων ανθρώπων απο διάφορους πολιτικούς χώρους. Πρόκειται για μία καθόλα θετική κίνηση, που μας έδειξε ότι υπάρχουν σοβαρά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινωνία. Άλλες πορείες κύλησαν ειρηνικά και πολλές απο αυτές δέχθηκαν αδικαιολόγητα αρκετούς τόνους δακρυγόνων που σκοπό είχαν μόνο την καταστολή. Άλλες όμως κατέληξαν σε πολύ βίαια επεισόδια, η έκταση των οποίων ήταν χωρίς προηγούμενο. Πολλές απο αυτές τις πράξεις είχαν ως στόχο τον ίδιο τον πολιτισμό και τον άνθρωπο και όχι το κράτος.
Ποία θέση κρατούμε όταν λέμε ότι το μετερίζι μας είναι το κράτος δικαίου.
Σημαίνει ότι δεν σαγηνευόμαστε απο την βία και καταδικάζουμε κάθε πράξη που παραβιάζει τις αρχές του πολιτισμού. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή. Υπάρχουν τρεις τρόποι να σαγηνευτεί κάποιος απο την βία. Ο πρώτος είναι να την προκαλεί, ο δεύτερος να την ακολουθεί και ο τρίτος να παραμένει προσκολλημένος στις πράξεις βιαιότητας, και να μην θέλει να δει πίσω απο αυτές τις πράξεις. Προσπαθεί έτσι να στηρίξει τον λόγο του Ηγεμόνα παράγοντας καινούργια βία.
Από όσο κατάφερα μέχρι τώρα να αποκωδικοποιήσω την πραγματικότητα των γεγονότων που κατά την άποψη μου έχουν πάρει τον χαρακτήρα εξέγερσης, τρία είναι τα κεντρικά σημαίνοντα που στοιχειοθετούν τον χαρακτήρα πράξης αυτής της εξέγερσης: Φόνος - Θυμός - Ατιμωρησία. Βάλτε τα στοιχεία αυτά με όποια σειρά θέλετε, δεν αλλάζει τίποτε. Τα τρία αυτά σημαίνοντα ορίζονται μέσα απο την επιστροφή ενός απωθημένου που χρωματίζεται απο την εκδικητικότητα. Διότι η ατιμωρησία δεν αφορά μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις στις οποίες αναφερθήκαμε. Αφορά ένα γενικευμένο κλίμα ατιμωρησίας που αφορά σκάνδαλα και οικονομικές ατασθαλίες, οι οποίες συνόδευσαν την απαξίωση των θεσμών. Το απωθημένο αυτό αν δεν γίνει αντικείμενο διεργασίας θα επιστρέψει ακόμα πιο βίαιο. Όπως συνέβη τις μέρες αυτές του Δεκέμβρη. Εντοπίζω την δύναμη της κινητοποίησης των ημερών αυτών στην σύγκρουση δύο γενεών. Της γενιάς των μαθητών που βγήκαν στους δρόμους και της γενιάς των γονιών τους. Πρόκειται για μία κίνηση που αυτή την στιγμή εκδραματίζεται σε ασυνείδητο επίπεδο.
Έρχομαι στο προκείμενο. Απέδωσαν την δύναμη των κινητοποιήσεων στην οικονομική κατάσταση και την παγκόσμια κρίση, την ανεργία και τα αδιέξοδα της γενιάς των 700 ευρώ, την ανασφάλιστη και την απλήρωτη εργασία. Όλα αυτά έχουν βάση και έρεισμα, αλλά κατά την γνώμη μου δεν φτάνουν για να εξηγήσουν αυτό που συνέβη. Υπάρχει κάτι βαθύτερο καθώς όλα αυτά τα οποία αναφέραμε υπήρχαν και πριν δέκα χρόνια.
Ας μην ξεχνούμε κάτι βασικό. Τα γεγονότα έλαβαν χώρα εν μέσω του μεγαλυτέρου σκανδάλου της μεταπολίτευσης: Το σκάνδαλο της μονής Βατοπεδίου, πλήττοντας άμεσα το κύρος της εκκλησίας και του κλήρου. Με το σκάνδαλο αυτό έκλεισε όλος ο κύκλος της απαξίωσης των θεσμών στην Ελλάδα που ξεκίνησε τα τελευταία δέκα χρόνια, όλα εν μέσω σκανδάλων, ατασθαλιών, ατιμωρησίας και ανικανότητας των κυβερνήσεων να προστατέψουν τα δικαιώματα του πολίτη.
Ποίος όμως έφερε τα πράγματα μέχρις εδώ. Ποία είναι η γενιά που απαξίωσε τους θεσμούς. Είναι η γενιά των γονιών αυτών που βγαίνουν στους δρόμους. Είπα προηγουμένως ότι αν η Δημοκρατία κοιμάται, τότε κάποιος την υπνωτίζει. Αυτό που υπνωτίζει την Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι δύο πράγματα. Ο νεποτισμός και η διαφθορά. Αυτά είναι τα στοιχεία απο τα οποία κινδυνεύει η δημοκρατία. Η γενιά των γονιών κοιμήθηκε γιατί ήταν ένοχη. Είναι η γενιά του πελατειακού συστήματος, η γενιά του ρουσφετιού, η γενιά που διαφθείρει και διαφθείρεται, που λαδώνει και λαδώνεται. Που απαξίωσε κάθε κουλτούρα ποιοτικής εργασίας, που δουλεύει στο δημόσιο για δύο ώρες και πληρώνεται για οκτώ, που απομονώνει οποιονδήποτε θέλει να εργασθεί και να παραγάγει ποιοτικό έργο. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αφομοιώσει ούτε να διεργασθεί τα τραύματα της. «Τα κουκουλώνει» γι’ αυτό είναι μία βίαιη κοινωνία, άγρια, παραδομένη σ’ ένα ανορθολογικό, παρασιτικό καπιταλισμό κρατικοδίαιτων μεταπρατών, που απαξιώνει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αφού δεν μπορεί να προσφέρει στοιχειωδώς τα δύο πολυτιμότερα αγαθά που εμπνέονται απο το κράτος δικαίου: την παιδεία και την υγεία.
Ας πάρουμε ένα απλό, αλλά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα απο τα γεγονότα της βίας που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας. Στην συμβολή των οδών Ακαδημίας και Σίνα μια ομάδα βάρβαρων διαδηλωτών πυρπόλησε το νεοκλασικό κτίριο του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Ένα κτίριο μεγάλης πολιτισμικής αξίας στο οποίο στεγαζόταν μέρος της νομικής βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου . Αλλά αλήθεια πριν φθάσουμε σ’ αυτή την άγρια πράξη καταστροφής, ας αναρωτηθούμε ποιός κατέστρεψε πρώτος την πολιτιστική κληρονομιά της Αθήνας και των ελληνικών πόλεων. Δεν ήταν η γενιά του 50 και του 60, που θέλησε να χωρέσει τα μικροαστικά όνειρα της σε κακόγουστα κουτιά πολυκατοικιών, αδιαφορώντας για την καταστροφή των νεοκλασικών; και αλήθεια ποιος τα έφτιαξε αυτά τα εκτρώματα που προσβάλουν κάθε μέρα την αισθητική μας; Δεν ήταν εργολάβοι που συνεργάζονταν με τις τότε κυβερνήσεις και που εξακολουθούν να αποτελούν ακόμα και σήμερα μία απο τις πιο ισχυρές ομάδες πίεσης; Τι επέτρεψε την επικράτηση αυτού του μικροαστικού ισσοπεδωτισμού, ο οποίος έχει διαβρώσει όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, ανεξάρτητα απο πολιτική τοποθέτηση.
Αυτή είναι η περιβόητη Ελλάδα που «τρώει» τα παιδιά της. Δεν είμαστε όμως καθόλου υποχρεωμένοι να ζούμε με φαντάσματα, ούτε να μπούμε στον φαύλο κύκλο της επανάληψης. Δεν χρειάζεται να παρανοούμε τα πράγματα όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, αποδίδοντας τα πάντα σ’ ένα περίεργο «αμερικανικό δάκτυλο» που δεν μας αφήνει να αναπτυχθούμε. Τόσο ο νεποτισμός όσο και η διαφθορά είναι καθαρά υπόθεση των ανθρώπων που διευθύνουν τους θεσμούς σήμερα. Αυτοί είναι οι απότοκοι της γενιάς του 50 και του 60. Σίγουρα υπήρξαν και τότε άνθρωποι που προσπάθησαν να εκφέρουν ένα κριτικό ορθό λόγο. Πνίγηκαν ή τους έπνιξαν τότε ο χυδαίος μικροαστισμός και ο σεκταρισμός. Ο νεποτισμός και η διαδοχή δύο πολιτικών οικογενειών στην εξουσία είναι ένδειξη ότι η γενιά του 60, όταν είχε την ευκαιρία δεν έκανε ουσιαστική κριτική και εγκλωβίσθηκε σε αδιέξοδα τα οποία δεν κατάφερε ποτέ να επεξεργασθεί.
Ο θυμός ο οποίος εκφράζεται σήμερα απο ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να πάρει ένα διαφορετικό δρόμο, περισσότερο δημιουργικό αν η σημερινή γενιά στρέψει τον θυμό της προς την προηγούμενη γενιά και κάνει δημιουργική κριτική. Αυτό όμως χρειάζεται να γίνει μ’ ένα ορισμένο κόστος, το οποίο επιβάλλει μία ορισμένη εμπειρία διακινδύνευσης. Με το όρο εμπειρία διακινδύνευσης εννοώ την εγκατάλειψη των σχέσεων εξάρτησης και προστασίας που διακρίνουν την ελληνική οικογένεια. Δηλαδή την εγκατάλειψη της σχέσης ασφάλειας μέσα απο την οποία εκβιάζονται οι σχέσεις απόλαυσης μεταξύ γονιών και παιδιών, οι οποίες οδηγούν σε αναπαραγωγή των ίδιων καταστάσεων. Διότι ο νεποτισμός και η διαφθορά γεννιούνται μέσα στην ελληνική οικογένεια.
Ο θυμός που σήμερα εκδηλώνεται είναι η απάντηση στην ενοχή της προηγούμενης γενιάς, με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες στις οποίες αναφέρθηκα. Διότι αυτό που ήταν ενοχή για την προηγούμενη γενιά, έγινε φόβος για την επόμενη και ο φόβος αυτός εκφράστηκε με θυμό. Ο φόβος εμφανίζεται πάντα ως υποκατάστατο ενός Νόμου που δεν λειτουργεί. Του Νόμου που βάζει όριο στην απόλαυση και που η προηγούμενη γενιά ισοπέδωσε μέσα από τον νεποτισμό, τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό και την πελατειακή άρθρωση του κοινωνικού δεσμού που παράγει συνεχώς αδιέξοδα. Το ανοικτό διακύβευμα είναι η επαν-ανακάλυψη της λειτουργίας του Ονόματος του Πατέρα μέσα απο μια ουσιαστική εμπειρία διακινδύνευσης. Η εμπειρία διακινδύνευσης είναι εμπειρία απώλειας, απώλειας απόλαυσης που εξανθρωπίζει. Μιας απώλειας που θα αφορά πριν απ’ όλα την κατανάλωση στην οποία χάθηκε η προηγούμενη γενιά και στην οποία βρίσκεται ακόμα εγκλωβισμένη η σημερινή. Αν δεν θυσιάσουμε ένα κομμάτι απόλαυσης, θα θυσιάζουμε ανθρώπους.
Το ανοικτό αυτό διακύβευμα έρχεται μαζί με το διακύβευμα της δημοκρατίας στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Την θέση της εκδραμάτισης πρέπει να πάρει η συνειδητοποίηση των αιτίων και η διεργασία του τραυμάτων που μεταδίδονται απο γενιά σε γενιά. Ο θυμός είναι δώρο και μπορεί μέσα απο την δημιουργική κριτική να μετεξελιχθεί σε κινητήρια δύναμη που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε μία δημιουργική πολιτισμική επανάσταση. Νομίζω ότι αυτή είναι η βαθύτερη ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας. Δεν υποστηρίζω ότι η κριτική η οποία θα πρέπει να ασκηθεί στην προηγούμενη γενιά είναι το μοναδικό που χρειάζεται, απλά υποστηρίζω ότι χωρίς αυτό καμία άλλη αλλαγή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο δεν θα είναι εφικτή.

Του Πάνου Παπαθεοδώρου από δημοσίευση στην Ν. Εστία. Ψυχαναλυτής, διδάσκων στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου, τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Μέλος του Συλλόγου για την ψυχαναλυτική κλινική 'Jacques Lacan', και της Association de Psychanalyse Jacques Lacan