Και φέτος θα περισσέψουν πάλι τα αφιερώματα στην παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, με διαφορετικό επιτονισμό, ανάλογο του χαρακτήρα του μέσου, έντυπου ή ηλεκτρονικού. Θα πλημμυρίσουμε από συνεντεύξεις εξεχουσών γυναικείων προσωπικοτήτων, από δελτία τύπου κομμάτων που θα τιμούν τη γυναίκα, όλα ανεξαιρέτως, με την έμφαση να δίνεται στη μάνα, στη σύζυγο, στην σκληρά εργαζομένη, ανάλογα με το ποια δεξαμενή ψηφοφόρων ιεραρχείται ως σημαντικότερη, από την επικοινωνιακή ομάδα του αντίστοιχου κομματικού επιτελείου.
Εκλογές έρχονται –τουλάχιστον οι ευρωεκλογές είναι σίγουρες...- και ο πολιτικός σύνδεσμος των γυναικών επισκέφτηκε όλα τα κόμματα. Σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα ο φεμινισμός είναι παρών, έστω και αν έχει καταντήσει μια άνευρη υπόσχεση ισονομίας, μια ανέξοδη κομματική επαγγελία.
Χρόνια πολλά τώρα η συρρίκνωση των αυτονόμων φεμινιστικών ομάδων και η ουσιαστική απουσία φεμινιστικής κριτικής για όσα συμβαίνουν, περιόρισε την «γυναικεία πολιτική» ή την «πολιτική για τις γυναίκες» μέσα στις γραμμές των κομμάτων. Από κοντά και η παγίωση ενός κρατικού φεμινισμού, με τα ΚΕΘΙ και τη γραμματεία ισότητας. Έτσι, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις οργανωτικά ανεξάρτητες γυναικείες οργανώσεις, στα τμήματα των κομμάτων, όπου το όλο «γυναικείο ζήτημα» απλώς οικειοποιείται επιλεκτικά.
Από το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ του 1988, με το αίτημα του 35% να χαρακτηρίζεται ως προσωρινό διοικητικό μέτρο και την Αλέκα Παπαρήγα να ισχυρίζεται ότι πρέπει «να υιοθετηθεί από το γυναικείο κίνημα σαν στόχος ζύμωσης και να γίνει μια μεγάλη εκστρατεία πίεσης» (Ριζοσπάστης, 7 Δεκεμβρίου 1988, έως το ριζοσπαστικό αίτημα της ισάριθμης εκπροσώπησης που γράφεται, «τροπολογείται», αλλά δεν υιοθετείται από τη σημερινή αριστερά. Έτσι, «το μισό του ουρανού» καταλαμβάνει μονάχα το 2% στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, το 15% στο κοινοβούλιο, το μόλις 29,16% στο ευρωκοινοβούλιο.
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι τα πράγματα διαφορετικά για τη δική μας αριστερά, που κι αυτή αντιστρατεύθηκε το φεμινισμό ως κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, ερμήνευσε τη συρρίκνωση των φεμινιστικών ομάδων ως κρίση αποτελεσματικότητας και αδιαφόρησε μπρος στις γόνιμες οργανωτικές μορφές του φεμινιστικού κινήματος και τους τρόπους δράσης του, παρ΄ ότι αρκετές φορές νομιμοποίησε εκ των υστέρων και επιλεκτικά την ορθότητα κάποιων διεκδικήσεων και επισημάνσεών του.
Με άλλα λόγια, η διάχυση του φεμινισμού και του φεμινιστικού προτάγματος στην αριστερή πολιτική και στον αριστερό λόγο, έλαβε χώρα ταυτόχρονα με την αδιαφορία για τα εργαλεία που επεξεργαστήκαν οι αυτόνομες φεμινιστικές ομάδες. Βεβαίως το ίδιο συνέβη και με άλλα κινήματα, έως και πρόσφατα που αποφασίστηκε η συμπόρευση με αυτά.
Σε περίοδο, λοιπόν, κρίσης του κινήματος ή σε περίοδο σχετικής αδυναμίας του να παρέμβει, η αναφορά στην ακαταλληλότητα των πρακτικών του, η λοιδορία, εξυπηρέτησε μια χαρά την ιεραρχία των αιτημάτων των παραδοσιακών πολιτικών σχημάτων της αριστεράς. Ωστόσο, η διαπίστωση της αναποτελεσματικότητας του αυτόνομου φεμινιστικού κινήματος (ή και όποιου άλλου, π.χ. οικολογικού), ακριβώς επειδή δεν προκύπτει από μια επεξεργασμένη εσωτερική διαβούλευση, αλλά αποτελεί εξωτερική απόφανση, «πυροβολεί» κυρίως εναντίον της συλλογικότητας και της αυτονομίας ως τρόπου άσκησης φεμινιστικής πολιτικής, «πυροβολεί» εναντίον καταστατικών εννοιών, όχι μόνο για ένα κίνημα αλλά για την αριστερά ολόκληρη.
Το τελευταίο αποτελεί κοινή πεποίθηση όσων συντροφισσών αποφασίσαμε να δουλέψουμε για το Δίκτυο Γυναικών του ΣΥΡΙΖΑ. Με εμμονή για κάποιους/-ες, με συνέπεια για εμάς στις έννοιες της συλλογικότητας και της αυτονομίας, δεν προσπαθήσαμε να επιστρέψουμε σε κανενός είδους ορθοδοξίες. Γνωρίζουμε, όμως, και με το μπόλιασμα της εμπειρίας των μεγαλύτερων συντροφισσών στην οριζόντια και όχι πυραμιδωτή και χωρίς ηγεμονισμούς λειτουργία του Δικτύου, ότι αυτή η ίδια πρακτική των αυτόνομων φεμινιστικών ομάδων στάθηκε ο μοναδικός επεξεργασμένος ενδελεχώς τόπος και τρόπος άσκησης πολιτικής από την πλευρά του κινήματος. Η συλλογικότητα, το Δίκτυο Γυναικών ως διαδικασία αυτοσυνείδησης, και η αυτονομία της καθεμιάς ως διαδικασία αυτοπροσδιορισμού, είναι οι στόχοι μας που δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υπέρβαση της πολιτικής/κομματικής μας απομόνωσης και δημιουργούν το πλαίσιο συγκρότησης ενός δραστήριου συλλογικού υποκειμένου.
Σήμερα όλες όσες εργαζόμαστε στο Δίκτυο Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουμε ότι φεμινιστική πολιτική δεν είναι επ΄ ουδενί συρρίκνωση του κινήματος σε τακτική διεκδίκηση πολιτικών και άλλων δικαιωμάτων. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι το Δίκτυο Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να είναι το νέο συλλογικό υποκείμενο, που μακριά από θεωρητικές συζητήσεις περί γυναικείας πολιτικής και την περιοριστική διαπραγμάτευση ευνοϊκότερων όρων για τη σύνδεση των γυναικών με την πολιτική, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ δίνει τη μάχη για την πορεία προς το σοσιαλισμό, που ή θα είναι φεμινιστικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός
Άρθρο της Ρένας Δούρου στην εφημερίδα Εποχή, 8 Μαρτίου 2009