15.9.07

Δέκα τολμηρές ερωτήσεις ζητούν απάντηση

Αρκετές εκπλήξεις κρύβουν οι απαντήσεις των υποψήφιων βουλευτών στο ερωτηματολόγιο που τους απευθύναμε. Η αλήθεια είναι ότι οι ερωτήσεις μας ξεφεύγουν από τη σφαίρα του ξύλινου πολιτικού διαλόγου που αναπτύσσεται στις προεκλογικές περιόδους και προσπαθούν να προχωρήσουν ένα βήμα πιο πέρα, αναζητώντας απαντήσεις σε σύγχρονα πολιτικά αλλά και κοινωνικά ζητήματα. Πάνω από όλα όμως αναζητήσαμε την προσωπική κλίμακα αξιών και τη στάση ζωής των αυριανών εκπροσώπων μας σε θέματα όπως τα ναρκωτικά, ο ρατσισμός και η ομοφοβία, τα παιδιά των μεταναστών, η οικονομική ανισότητα, το περιβάλλον, η ποινική τους κατάσταση, το Διαδίκτυο και οι σύγχρονες τεχνολογίες.Ρωτήσαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ τη Ρένα Δούρου και τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, υποψήφιους στη Β' Αθηνών. Από το ΚΚΕ ζητήσαμε απαντήσεις από τη Λιάνα Κανέλλη, υποψήφια στην Α' Αθήνας, και τον Σπύρο Χαλβατζή (Β' Αθήνας), ο οποίος ενώ δεν είχε πρόβλημα με τις ερωτήσεις μάς παρέπεμψε για τυπικούς λόγους έγκρισης στον Περισσό απ' όπου ενημερωθήκαμε ότι «είναι αρχή του Κόμματος οι υποψήφιοι να μην απαντούν σε προσωπικές ερωτήσεις». Από το ΠΑΣΟΚ απαντούν η Συλβάνα Ράπτη (Α' Αθήνας) και ο Μίμης Ανδρουλάκης (Β' Αθήνας) και από τη Ν.Δ. οι υποψήφιοι στη Β' Αθήνας Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και ο ευρωβουλευτής Κωστής Χατζηδάκης. Το τι μας είπαν θα το δείτε αναλυτικά. Επισημαίνουμε τα εξής: * Μόνον η Λιάνα Κανέλλη παραδέχεται ότι έχει δοκιμάσει μαριχουάνα, ενώ μόνον ο Μ. Παπαγιαννάκης, αν και δεν ενδιαφέρθηκε για τέτοιους πειραματισμούς, αναφέρει ότι δεν συμφωνεί με την ποινικοποίηση της επιλογής αυτής.* Κανείς δεν έχει πρόβλημα να ρυθμιστεί η νομική πλευρά της συμβίωσης μεταξύ ομοφυλόφιλων αλλά ο Μίμης Ανδρουλάκης αμφισβητεί ευθέως το θεσμό του γάμου λέγοντας «τι λύσσα είναι αυτή με το γάμο;».* Σκεπτικισμό ως προς την υιοθεσία παιδιού από ζευγάρι ομοφυλόφιλων εκφράζουν οι Κ. Χατζηδάκης, Σ. Ράπτη και Μ. Ανδρουλάκης. Ο Μ. Παπαγιαννάκης το συμπεριλαμβάνει στις ρυθμίσεις του συμφώνου διαβίωσης κατά το γαλλικό παράδειγμα το οποίο προτείνει, η Ρ. Δούρου διεκδικεί πλήρη ισονομία με τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, ενώ η Λ. Κανέλλη παρατηρεί ότι «γεννήτορες είμαστε εν δυνάμει όλοι, γονείς μόνο κρινόμενοι ως τέτοιοι από τα παιδιά μας». Τέλος, ο Μ. Βαρβιτσιώτης δεν απαντά στο ερώτημα. * Κανείς και καμία δεν έχουν πρόβλημα με την εγκατάσταση στη γειτονιά τους μονάδας απεξάρτησης ή ψυχιατρικής κλινικής, ενώ ο Μ. Παπαγιαννάκης επισημαίνει ότι θα προτιμούσε να μη χρειάζονται υπογραφές για να λειτουργήσει η ευνομούμενη πολιτεία στο πλαίσιο των καθηκόντων της για τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.* Πολύ θετικά βλέπουν οι περισσότεροι το να είναι ανάδοχοι ή να υιοθετήσουν παιδί άλλης φυλής ή εθνικότητας. Ο Μ. Βαρβιτσιώτης προτιμά να γίνει νονός για να εκχριστιανίσει ένα παιδί ενώ ο Κ. Χατζηδάκης να κάνει οικογένεια και να αποκτήσει δικό του.* Γνώστες του προβλήματος με τα παιδιά των μεταναστών που όταν ενηλικιωθούν δεν έχουν άδεια παραμονής, θεωρούνται «ξένα» και κινδυνεύουν με απέλαση παρ' ότι έχουν γεννηθεί εδώ, είναι η Ρ. Δούρου, η Λ. Κανέλλη, ο Μ. Παπαγιαννάκης και ο Μ. Ανδρουλάκης, οι οποίοι απαιτούν και σχετική ρύθμιση με βάση το δίκαιο του τόπου γεννήσεως. Ο Μ. Βαρβιτσιώτης δεν απαντά.* Μόνον η Ρ. Δούρου θα έδινε και μάλιστα «ευχαρίστως» από το μισθό της για την ενίσχυση των χαμηλών εισοδηματικών ομάδων. Οι υπόλοιποι, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για «πράξη ελεημοσύνης», «λαϊκισμό» ή «διαφήμιση της φιλανθρωπίας», κάνουν λόγο για μέτρα ανακατανομής του εισοδήματος, ο Κ. Χατζηδάκης γενικολογεί και αποστασιοποιείται και ο Μ. Βαρβιτσιώτης -όπως μας έχει συνηθίσει- αποφεύγει να απαντήσει συγκεκριμένα.* Δεν έχουν καμία αντίρρηση στον ενδεχόμενο γάμο του παιδιού τους με αλλόθρησκο. Ωστόσο, η Ρ. Δούρου προβληματίζεται αφού η γενιά των 30άρηδων και των 700 ευρώ δεν μπορεί να ονειρεύεται τη δική της οικογένεια.* Μόνον ο Μ. Ανδρουλάκης έχει ποινικό παρελθόν από τη δικτατορία, ενώ η Ρ. Δούρου φοβάται ότι εάν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, πολλοί από όσους έχουν χρωματιστά παπούτσια και είναι στους δρόμους θα αποκτήσουν.* Ολους απασχολεί το θέμα της κοινωνικής ανισότητας και προτείνουν διάφορους τρόπους για την αντιμετώπισή της, ενώ δύο γυναίκες, η Σ. Ράπτη και η Ρ. Δούρου, κάνουν αναφορά και στις πρόσφατες καταστροφές.* Μόνον μία υποψήφια, η Ρ. Δούρου, δεν έχει αυτοκίνητο. Τέσσερις υποψήφιοι -Σ. Ράπτη, Μ. Ανδρουλάκης, Μ. Παπαγιαννάκης, Κ. Χατζηδάκης- έχουν εγκαταλείψει τα αυτοκίνητά τους σαν ένα πρώτο βήμα κατά της «δικτατορίας του αυτοκινήτου» και χρησιμοποιούν το μετρό για τις μετακινήσεις τους στην πόλη. Η Λ. Κανέλλη και ο Μ. Βαρβιτσιώτης δεν αφήνουν το Ι.Χ. τους, ο τελευταίος όμως λέει ότι στη γειτονιά του κυκλοφορεί με ποδήλατο. * Τρεις υποψήφιοι -Ρένα Δούρου, Μ. Ανδρουλάκης και Κ. Χατζηδάκης- έχουν δικό τους ιστολόγιο, οι υπόλοιποι τα παρακολουθούν, ωστόσο η Σ. Ράπτη δεν κρύβει ότι συνεχίζει να γοητεύεται από τη «Δημοκρατία της Αγοράς: να βλέπω το συνομιλητή μου, να ακούω ζωντανά τη χροιά της φωνής του, να παρατηρώ τη γλώσσα του σώματός του». Τέλος, η Λ. Κανέλλη παραδέχεται ότι η σχέση της με την μπλογκόσφαιρα είναι νηπιακή λόγω έλλειψης χρόνου.
Υποψήφιοι απαντούν για ναρκωτικά, ρατσισμό, οικονομική ανισότητα, περιβάλλον, διαδίκτυο, σύγχρονες τεχνολογίες
Αναζητώντας την προσωπική κλίμακα αξιών των υποψήφιων εκπροσώπων μας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Εχετε δοκιμάσει κάποια ναρκωτική ουσία; Είστε υπέρ ή κατά του πειραματισμού; 2. Ποια είναι η γνώμη σας για τον γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων και ποια για την υιοθεσία παιδιού από ζευγάρι ομοφυλόφιλων;3. Θα υπογράφατε υπέρ ή κατά της εγκατάστασης μονάδας απεξάρτησης ή ψυχιατρικής κλινικής στη γειτονιά σας;4. Θα γινόσασταν ανάδοχος ή θα υιοθετούσατε παιδί άλλης φυλής/εθνικότητας; Θα είχατε πρόβλημα να θεωρούνται Ελληνες τα παιδιά των ξένων που γεννιούνται εδώ;5. Θα δίνατε μέρος του μισθού σας κάθε μήνα σε άτομα με χαμηλές οικονομικές αποδοχές, όπως είναι οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι κ.ά.;6. Θα συμφωνούσατε το παιδί σας να παντρευτεί αλλόθρησκο;7. Είχατε καταδίκη ή έχετε εκτίσει ποινή φυλάκισης στο παρελθόν;8. Σας ενοχλεί η αύξηση της ανισότητας στην Ελλάδα; Τι έχετε κάνει γι' αυτό;9. Θα πουλούσατε αύριο το πρωί το αυτοκίνητό σας και θα χρησιμοποιούσατε μόνο μέσα μαζικής μεταφοράς, δίνοντας παράδειγμα φιλικής προς το περιβάλλον συμπεριφοράς;10. Ποια είναι η σχέση σας με την blogόσφαιρα;

ΡΕΝΑ ΔΟΥΡΟΥ

Υποψήφια Β' Αθήνας, ΣΥΡΙΖΑ

1. Οχι, και δεν ήταν τυχαίο. Επίσης υπόσχομαι όταν θα γίνω πενήντα χρόνων να μην το αποκαλύψω τότε σε κάποια συνέντευξη, θέλοντας να ξεσκονίσω από πάνω μου το συντηρητισμό των απόψεών μου, όπως συνηθίζεται κατά καιρούς από διάφορους πολιτικούς και μη. Οι πειραματισμοί πάντως στη ζωή οδηγούν στο καινούργιο, οι εθισμοί πάλι όχι.
2. Οι νέες και οι νέοι του ΣΥΝ παλεύουμε για την κατοχύρωση του νομικού δικαιώματος στον πολιτικό γάμο. Τα θέματα των σεξουαλικών μειονοτήτων στην Ελλάδα παραμένουν σήμερα σταθερά εκτός συζήτησης, συνεπώς εκτός λύσεων. Ο νόμος της σιωπής που επιβάλλεται από την κοινωνία μέσα στην οικογένεια, το σχολείο, το στρατό και την εργασία και που βασίζεται στο μοντέλο «δεν ρωτάω, δεν θέλω να ξέρω», δεν βοηθάει τους μη ετεροφυλόφιλους να αποκτήσουν ώριμη ταυτότητα και να αναζητήσουν λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα. Αντ' αυτού, ο νέος ομοφυλόφιλος, η λεσβία και ο/η αμφιφυλόφιλος/η αναγκάζεται να οργανώσει τη ζωή του/της έτσι ώστε η κοινωνική και νομική έχθρα απέναντί του/της να τον/την επηρεάζει όσο γίνεται λιγότερο, με αποτέλεσμα οι μη ετεροφυλόφιλοι να ζουν «κρυμμένοι» μέσα σε έναν πλασματικό κόσμο, ο οποίος ούτε κοινωνικά κατοχυρώνεται, αλλά ούτε και νομικά.Οι μη ετεροφυλόφιλοι έχουν δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση στη νομοθετικά κατοχυρωμένη συνύπαρξη (όπως και οι ετεροφυλόφιλοι) και σε όσα αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί. Οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες έχουν ίδιο δικαίωμα στη δημιουργία οικογένειας με όποιους τρόπους αυτοί/ές διαθέτουν. Εχουν δικαίωμα να τεκνοποιούν και να αναγνωρίζουν τα παιδιά τους, να υιοθετούν και να ανατρέφουν ξένα παιδιά και να αναζητούν άλλες μεθόδους τεκνοποίησης, όπως και οι ετεροφυλόφιλοι. Η διαφορετική σεξουαλικότητά τους σε καμία περίπτωση δεν τους καθιστά χειρότερους γονείς. Επίσης έχουν ίδια δικαιώματα σε παροχές εγγάμων, γονικές άδειες, επιμέλειες τέκνων, συνταξιοδότησης, κληρονομιάς και γενικά όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και πλεονεκτήματα του γάμου.
3. Ναι. Και περισσότερο από την τυφλά ρατσιστική αντίδραση πολλών συμπολιτών μου, η οποία υποκινείται αρκετές φορές από τοπικούς άρχοντες της αυτοδιοίκησης, με ενοχλεί ο ελιτισμός όσων στέλνουν τις χωματερές και τις μονάδες στη γειτονιά του άλλου για να μην υποβαθμιστεί (sic) η δική του γειτονιά. Είναι ξέρετε πολύ εύκολο να κατηγορείς για ρατσισμό από το μπαλκόνι σου στο καταπράσινο προάστιο αμιγούς κατοικίας.
4. Βεβαίως. Οποιος/όποια θέλει να προσφέρει, να μοιραστεί με το μοναδικά απόλυτο τρόπο που είναι η ευθύνη ενός παιδιού, δεν αγαπά μονάχα τη δική του αναπαραγωγή γονιδίων. Γιατί τότε αυτό δεν είναι αγάπη, είναι πούρος ναρκισσισμός. Υπάρχουν 200.000 παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και που δεν τους χορηγείται πιστοποιητικό γεννήσεως. Ενα από αυτά είναι καλή μου φίλη. Παίξαμε μαζί στους δρόμους του Αιγάλεω, περιοχή που φιλοξενεί χρόνια τώρα μετανάστες από το Ιράκ, το Πακιστάν, τη Συρία. Ενας κρατικός τοίχος του παραλόγου ζητά να βγάλουν αυτά τα παιδιά πιστοποιητικό γεννήσεως στη χώρα καταγωγής των γονέων τους. Και όταν συμπληρώσουν δεκαοκτώ χρόνια να περάσουν από τις ίδιες διαδικασίες που πέρασαν και οι γονείς τους: παράβολα, ένσημα, ουρές... Ταλαιπωρία. Σ' αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν ως Ελληνες, θεωρούν τους εαυτούς τους Ελληνες, ξαφνικά στα δεκαοκτώ τούς λέμε ότι είναι «ξένα». Σαν να έφτασαν μόλις χθες στην Ελλάδα. Και μένουν μετέωρα να τα ταλαιπωρεί η μόνη πατρίδα που γνώρισαν. Η Ελλάδα δεν επιφυλάσσει την ίδια μοίρα με αυτή που επιφύλαξαν άλλες χώρες στα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών.Εδώ και χρόνια, λοιπόν, υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα που δεν είναι μονάχα ανθρωπιστικό, είναι πολιτικό. Οι μετανάστες θα είναι πολίτες τρίτης κατηγορίας ή θα γίνουν κάποτε ισότιμοι, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις; Θα γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας ή θα βρίσκονται απέναντί της;
5. Ευχαρίστως να δώσω κι άλλα πέρα από αυτά που φορολογούμαι ως μισθωτή για να υπάρχει πρόνοια για όλες τις ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται. Μονάχα που τα λεφτά αυτά φτάνουν πιο εύκολα στα νησιά Καϊμάν απ' ό,τι στους συνταξιούχους. Παλεύουμε όχι για να μοιράσουμε τη μιζέρια μας και να πάμε όλοι προς τα κάτω. Παλεύουμε γι' αυτά που δικαιούμαστε και μας τα στερούν, αφού προτεραιότητα έχουν την ισχυρή οικονομία του χρηματιστηρίου, των ομολόγων, της JP Morgan και των συντάξεων των 400 ευρώ. Ορθότερα, για τη δική μας γενιά δεν υπάρχει πρόβλεψη για σύνταξη καθόλου.
6. Εννοείται. Βασική προϋπόθεση όμως είναι να αποκτήσω παιδιά. Η γενιά των συμβασιούχων και των 700 ευρώ, η γενιά των 30άρηδων δεν δικαιούται στο σπίτι των γονιών που μένει ακόμα να ονειρεύεται τη δική της οικογένεια. Τα μέτρα που έχει προτείνει τόσες φορές ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς για να μπορέσουμε οι νέοι και οι νέες του τόπου να σταθούμε στα πόδια μας καταψηφίζονται στη Βουλή, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα. Τα χρήματα υπάρχουν για να δίνονται σε μίζες δομημένων κι αδόμητων ομολόγων.
7. Οχι. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι εάν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση πολλές και πολλοί από εμάς που έχουμε χρωματιστά παπούτσια κι είμαστε στους δρόμους για να παλέψουμε απέναντι στα ακούνητα στρατιωτάκια του κ. Πολύδωρα, θα εκτίσουμε. Ας ετοιμαστούν, να χτίσουν μεγάλες φυλακές, γιατί οι νέες και οι νέοι που διεκδικούμε μια ζωή με αξιοπρέπεια, που δεν θέλουμε να στριμώξουμε το παρόν και το μέλλον μας στα σχέδιά τους, τα οποία δεν περιλαμβάνουν πια ούτε την αναπνοή μας, που διεκδικήσαμε δίπλα στο δήμαρχο Χρήστο Κορτζίδη το δικαίωμά μας να χαιρόμαστε ελεύθερα το μπλε του ουρανού και της θάλασσας του τόπου μας, είμαστε πολλοί.
8. Φαντάζομαι, όλοι θα σας απαντήσουν ότι τους ενοχλεί. Τον κ. Καραμανλή πρώτα από όλα, σύμφωνα με τις από καιρού εις καιρόν εξαγγελίες του. Δυστυχώς δεν κάνει τίποτε. Ή μάλλον κάνει, εργάζεται ώστε να αυξηθεί η ανισότητα μεταξύ μας. Οσες νέες και νέοι συστρατευόμαστε με το Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς παλεύουμε με την ανατρεπτική δυναμική των κινημάτων στους δρόμους και την ίδια στιγμή στηρίζουμε το μοναδικό κόμμα που προτείνει μέτρα που διασφαλίζουν στους νέους και στις νέες το δικαίωμα στην εργασία, στη δημόσια δωρεάν παιδεία, το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή μετά από όσα ζήσαμε τις τελευταίες μέρες.
9. Δεν έχω αυτοκίνητο. Και με ενοχλεί αφάνταστα που όλοι όσοι κόπτονται στα φυλλάδια και τα προγράμματά τους για το περιβάλλον, αγνοούν την τιμή του απλού εισιτηρίου. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σπαταλά ο κ. Λιάπης για τα διαφημιστικά του υπουργείου Μεταφορών και την ενίσχυση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά όποιος τον είδε μέσα σε τρόλεϊ παρακαλώ να σηκώσει το χέρι του.
10. Λίγο καιρό πριν σκαρώσαμε πολύ πρόχειρα με κολλητούς ένα blog (www.dourou.blogspot.com), αλλά τώρα απαντώ κυρίως στο www.neolaia.gr. Αρχικά ήμουν πολύ επιφυλακτική, ιδίως μετά την υποψηφιότητά μου με τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν θέλω να τσουβαλιαστώ ανάμεσα σε όλους αυτούς τους υποψηφίους ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. που ανακάλυψαν την τεχνολογία και το Διαδίκτυο ως προεκλογικό εργαλείο. Γραμματείς και παρατρεχάμενοι απευθύνονται κι απαντούν στους νέους ανθρώπους με έναν ξύλινο τρόπο, αφού υπολογίζουν ότι η πίτα των νέων ψηφοφόρων είναι αρκετά μεγάλη. Μας ξεχνούν την επόμενη, όμως, των εκλογών και οι ιστοσελίδες τους μένουν under construction έως την επόμενη τετραετία. Στην blogόσφαιρα βρισκόμαστε όλες κι όλοι όσοι είμαστε ενάντια σε κλίκες και πληροφορίες που φτάνουν μόνο σε λίγους, οι οποίοι μας εμπαίζουν χαμογελώντας με νόημα στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων. Κι είμαστε πολλοί και πολλές.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/09/2007

14.9.07

Δική μας υπόθεση...

Γιατί ποιος μπορεί καλυτέρα από εμάς που πληρωνόμαστε με 700 ευρώ να καταλάβει τι σημαίνει ακρίβεια;Γιατί ποιος μπορεί να καταλάβει καλυτέρα από εμάς ότι στα 30 μένεις ακόμα στο παιδικό δωμάτιο του πατρικού σπιτιού;Γιατί ποιος μπορεί καλυτέρα από εμάς που έχουμε μείνει άνεργοι να καταλάβει ότι εάν το 8,7% του δείκτη ανεργίας πήγε 8,3%, η δική σου ζωή παραμένει ένα τρεχαλητό στις εφημερίδες αγγελιών;Όσο κάνουν ότι μπορούν για να απαξιώσουν την πολιτική και να τη μετατρέψουν μια ιστορία διαχείρισης ολίγων που αρέσκονται σε θεωρίες συνομωσίας για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα για να δικαιολογήσουν τη δική τους αδράνεια, τόσο ανεξέλεγκτοι θα είναι. Δεν μπορούμε να τους επιτρέπουμε να μας αντιμετωπίζουν σαν το κομμάτι της εκλογικής πίττας από το οποίο πρέπει να λάβουν ψήφους και να μας ξεχνούν την επόμενη των εκλογών.Για χρόνια μας είχαν πείσει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Είχαμε στριμωχτεί στον καναπέ μας και παίζαμε με το τηλεκοντρόλ αδιαμαρτύρητα.Σήμερα, όμως γνωρίζουμε ότι οι χιλιάδες νέοι και νέες που βρεθήκαμε από τον καναπέ μας στους δρόμους πετύχαμε να μην περάσει η ιδιωτικοποίηση της παιδείας μας, να μην περάσει στους μπράβους νυχτερινών μαγαζιών να ελέγχουν τις παραλίες μας και να κοστολογούν τη βουτιά μας στη θάλασσα.Σήμερα γνωρίζουμε και τους δείξαμε ότι υπάρχουν προτάσεις για να μην ξαναζήσει κανένας μας όσα ζούμε αυτές τις ημέρες. Υπάρχει πολιτικός λόγος και θεσμική παρέμβαση από τον Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η αύξηση των ποσοστών του θα μας επιτρέψει να κερδίσουμε όποιον από τους δυο μονομάχους κι αν νικήσει.
Εφημερίδα ΜΕΤΡΟ 12/09/2007

Σχόλια

(η υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ,στον ρ/σ Στο Κόκκινο 105,για τις νέες δηλώσεις Πολύδωρα) «Ο “στρατηγός άνεμος” μάλλον δεν ήταν στρατηγός, ήταν ναύαρχος, γιατί ο κ. Πολύδωρας “τα θαλάσσωσε”».
ΤΑ ΝΕΑ 12/09/2007

Εμπαιγμός με τις φοροεξαγγελίες

Δεν φοβόμαστε την ακυβερνησία "Οι χιλιάδες νέοι και νέες, οι ενεργοί πολίτες, που παλεύουμε με τη δύναμη των κινημάτων στους δρόμους, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν προτάσεις για να μην ξαναζήσει κανείς μας όσα ζούμε αυτές τις μέρες", είπε η υποψήφια στη Β' Αθηνών Ρένα Δούρου, μιλώντας σε συγκέντρωση στο Μαρούσι. Και πρόσθεσε: "Υπάρχει πολιτικός λόγος και θεσμική παρέμβαση από το 3% του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, που μέλλει να γίνει πολύ μεγαλύτερο για να προφυλάξει τα όνειρα και την ίδια μας τη ζωή πια από τα διψήφια ποσοστά των ισχυρών τους κομμάτων". Στις 16 Σεπτεμβρίου δεν φοβόμαστε την ακυβερνησία, έχουμε τη δύναμη και τις προτάσεις να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, σημείωσε η Ρένα Δούρου.
Η ΑΥΓΗ 10/09/2007

Νικάμε και στους δρόμους και στη Βουλή

Την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ της αριστεράς στη συνείδηση των νέων επεσήμανε η Ρένα Δούρου, μιλώντας χθες στην Κηφισιά. Η υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθηνών, αναφέρθηκε στους αγώνες για την υπεράσπιση του άρθρου 16 και υπενθύμισε ότι "για πάρα πολλά χρόνια όσοι νέοι βρισκόμασταν στους δρόμους δεν αντιμετωπίζαμε μονάχα τη βιαιότητα των μηχανισμών καταστολής. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε και το μειδίαμα των συνομηλίκων μας αλλά και των μεγαλύτερων σε ηλικία για το ανέφικτο και ουτοπικό των διεκδικήσεων μας". "Είναι καιρός όμως τώρα που τα πράγματα άλλαξαν. Είναι καιρός τώρα που νικάμε και στους δρόμους και στη Βουλή. Είναι καιρός τώρα που όσοι μειδιούσαν απαθώς για την ουτοπική αριστερά συσπειρώνονται γύρω της για το νικηφόρο των συγκεκριμένων, αναγκαίων προτάσεων της", τόνισε η Ρ. Δούρου και πρόσθεσε: "όσες κι όσοι βρεθήκαμε έξω από τη βουλή για το δικαίωμά μας στη δημόσια δωρεάν παιδεία, όσοι κι όσες βρεθήκαμε να ρίχνουμε τα κάγκελα στις παραλίες της Αττικής για το δικαίωμα μας να μην κοστολογείται η κάθε μας βουτιά, το γνωρίζουμε καλά".
Η ΑΥΓΗ 09/09/2007

Απόσπασμα ομιλίας

Για τις εκλογές:

«Είναι φανερό ότι γίνονται σοβαρές προσπάθειες από τα δυο μεγάλα κόμματα να διεξαχθεί μια προεκλογική περίοδος όπου θα ασχολούμαστε με το θέμα των συνεργασιών και όχι με τα προβλήματα που προέκυψαν από την ισχυρή νέα διακυβέρνηση της Ν.Δ.
Το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης επέλεξε την μπλόφα της ακυβερνησίας, για το χάος που προκάλεσε η ανικανότητα, η απουσία πρόληψης και πρωτίστως η αλαζονεία του κ. Καραμανλή που δεν του επιτρέπει ούτε μια συγγνώμη.
Κάηκαν 68 συμπολίτες μας, 100 αγνοούνται, καταστράφηκαν εκατομμύρια στρέμματα γης, χιλιάδες άνθρωποι βιώνουν τον ξεριζωμό και η κυβέρνηση επισείει τον κίνδυνο της ακυβερνησίας στο ενδεχόμενο οι Έλληνες πολίτες να μην επιβραβεύσουν με την ψήφο τους, στις 16 Σεπτεμβρίου, την κυβέρνηση που κατόρθωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία εν καιρώ ειρήνης.
Πριν από την μπλόφα της ακυβερνησίας, όμως, δοκίμασε να παίξει και με τη συνωμοσία αντεθνικών κύκλων που απειλούν «ασύμμετρα» τη χώρα.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την άλλη, την ώρα που συνεχίζουμε να καιγόμαστε επιδίδεται και αυτό σε μπλόφες και κόντρα-ρελάνς. Ασχολείται να καταρρίψει τη μπλόφα των ασύμμετρων απειλών και να αναδείξει τη συνωμοσία των δημοσκοπήσεων εναντίον του.
Προτάσεις δεν υπάρχουν από κανένα από τα δυο κόμματα, μονάχα 3χίλιαρα και ουρές συμπολιτών μας που διαγκωνίζονται σε γκισέ. Ακόμα και τώρα δεν παίρνουν θέση για το τι θα συμβεί με το άρθρο 24 και τον αποχαρακτηρισμό των δασικών εκτάσεων, πραγματικό στουπί στα χέρια διαφόρων. Κανένας από τους δυο δε δεσμεύεται για το τι πρόκειται να κάνουν».

Για τον φεμινισμό και την αριστερά:

«Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, πέρα από δύναμη της σύγχρονης, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, να είναι και μια ισχυρή φεμινιστική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να έχουμε ως βάση τουλάχιστον δυο πολιτικές διαστάσεις, αυτές του φύλου και της τάξης. Είμαστε, δηλαδή, αντίθετοι στον καπιταλισμό, στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που δημιουργεί την ταξική καταπίεση, την παγκόσμια αδικία και οδηγεί στον πόλεμο, οφείλουμε όμως να είμαστε αντίθετοι και στην πατριαρχία, τη φυλετική δομή της εξουσίας που καταπιέζει τις γυναίκες και τις στερεί τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνίζεται για μια κοινωνία όπου κάθε άτομο θα αποφασίζει για τον τρόπο της ζωής του. Στόχος και σκοπός μας είναι η απελευθέρωση των ανθρώπων από κάθε μορφή καταπίεσης. Τούτο σημαίνει ότι για να πετύχουμε τους παραπάνω στόχους δεν αρκεί η κατάργηση του καπιταλισμού και της ταξικής κοινωνίας, αλλά και η κατάργηση της πατριαρχίας.
Και ένας από τους καίριας σημασίας πολιτικούς στόχους για την αριστερά, αυτός της ισότητας των φύλων παραμένει όσο πάντοτε επίκαιρος. Γιατί μόνον ο σοσιαλισμός που οδηγεί στην απελευθέρωση των γυναικών και των ανδρών από κάθε μορφή καταπίεσης, μπορεί να είναι αληθινός σοσιαλισμός.
Απόσπασμα ομιλίας σε συγκέντρωση
γυναικών στο Βύρωνα

Ποιο είναι το κίνητρό μας;

Παρά τη γενική, και σωστή εντύπωση, ότι αυτές οι εκλογές είναι μια προσπάθεια για "φαστ-φουντ" διευθέτηση των προβλημάτων που έχει η κυβέρνηση, παρά τη γενική, και σωστή εντύπωση, ότι οι εκλογές δεν πρόκειται να αλλάξουν τη μοίρα του τόπου, παρ' όλα αυτά, έχω τη διάχυτη αίσθηση ότι σε κάποιες κρίσιμες πλευρές κάτι αλλάζει. Κάτι που αναφέρεται στη σχέση των πολιτών με την πολιτική διαδικασία. Νομίζω ότι μέσα από το βαθύ και βαρύ τραύμα των εμπρησμών, μέσα από τη γενικότερη δυσπραγία, η ελληνική κοινωνία κοντοστέκεται και αναστοχάζεται. Κάποια αδιόρατη, έρπουσα και αντιφατική διαδικασία απολογισμού διατρέχει το "συλλογικό ασυνείδητο" τούτης της χώρας. Γόνιμη στιγμή, πάνω στ' αποκαϊδια... Το ξέρουμε, δα, από την ιστορία της: σε τέτοιες περιστάσεις, ο λαός, όπως και κάθε λαός, βρίσκεται σε περίσκεψη. Οι δημοσιολογούντες; Αναντίστοιχοι και κομματοκρατούμενοι ως συνήθως, κραυγάζουν υστερικά, σε απόλυτο κοντράστ με τα αναγκαία... Τί σημαίνουν αυτά, μέσα στη συγκυρία των εκλογών, για μια αριστερή πρόταση που μετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι; Και πώς συνδυάζονται με τη βουβαμάρα που προωθείται συστηματικά; Για ποιο λόγο να αντιδράσουμε στην "κοινωνία του καναπέ", την οποία ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία από κοινού προπαγανδίζουν και επιθυμούν; Είναι σοβαρά ζητήματα αυτά. Στην πραγματικότητα, είναι τα κρίσιμα ζητήματα που απευθύνει η κοινωνία, η μη βολεμένη κοινωνία, στην Αριστερά. Οφείλουμε να απαντήσουμε, χωρίς τζιριτζάντζουλες. Να πούμε, αποφασιστικά και μαχητικά, ότι είμαστε αριστεροί όχι από ανία, όχι επειδή βαρεθήκαμε τα βίντεο-γκέιμ και τη μπιρίμπα, αλλά επειδή βιώνουμε την ανάγκη να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Γιατί είναι κοινωνικά άδικος. Πάνω σε αυτή την απλή, μα καθόλου εύκολη πλεύση, στοιχηθήκαμε και, κυρίως, σε σχέση με αυτή την πλεύση μάς κρίνει ο λαός. Έτσι προκύπτουν, ως αυτονόητα, τα βασικά που μας ενώνουν και μας χαρακτηρίζουν: -Η αριστερά δεν προωθεί, δεν ταυτίζεται με έναν πολιτισμό τεχνικοκεντρικό, αλλά με έναν πολιτισμό ανθρωποκεντρικό. Αρνείται την κυρίαρχη τάση της εποχής μας, δηλαδή την επικράτηση της τεχνικής, αρνείται το τεχνολογικό κοσμοείδωλο, αντιμάχεται την Τεχνοκρατική Λύση (ορθότερα: την τεχνοκρατική ιδεολογία), τον οικονομισμό, τον παραγωγισμό, την αναγωγή της κοινωνίας στα τεχνικά-ποσοτικά της μεγέθη, και θέτει στο επίκεντρο την αξία του ανθρώπου. Αυτό αποτελεί απόφαση όλων μας, προ-κριτικό πρόταγμα, πραπαιτούμενο της ύπαρξής μας ως αριστερών. -Η αριστερά προωθεί και δημιουργεί έναν πολιτισμό κοινωνικό, υπερασπίζεται δηλαδή την αξία του ανθρώπου, όχι "υπερκόσμια" και μεταφυσικά, αλλά "εν κοινωνία", παλεύει δηλαδή για την επιβεβαίωση αυτής της αξίας εν τόπω και χρόνω. Και γνωρίζει ότι οι δρόμοι τής απελευθέρωσης του ανθρώπου είναι δρόμοι συλλογικοί. Καθορίζουν και καθορίζονται από τις συλλογικότητες στις οποίες ο άνθρωπος έχει ιστορικά αποφασίσει να ανήκει. Και αυτό επίσης αποτελεί απόφασή μας, προ-κριτικό πρόταγμα. -Η αριστερά ταυτίζεται με έναν πολιτισμό λαϊκό και κριτικό, έχει δηλαδή ιστορικό υπόβαθρο και βάθος, αλλά και στόχευση: ασκεί κριτική, αντί απλώς να διαπιστώνει και να περιγράφει. Ορίζεται και κινείται σε σχέση με προτάγματα ελευθερίας. -Η αριστερά είναι, τελικά, δύο λέξεις: θέληση αλλαγής. Ναι, χρειάζονται και η επιστήμη και η γνώση των "υλικών" προϋποθέσεων και ο ρεαλισμός, κι όλα αυτά είναι καλά και άγια... Κατά τη γνώμη μου, όμως, το ερώτημα που η κοινωνία, η μη βολεμένη κοινωνία, απευθύνει προς την αριστερά, είναι το εξής: Θέληση αλλαγής υπάρχει; Σήμερα, λοιπόν, έχουμε ένα κίνητρο: να θυμίσουμε και να θυμηθούμε τα βασικά που μάς συγκροτούν, το Αξιολόγιο μιας σύγχρονης αριστεράς, που θα είναι και σύγχρονη αλλά και αριστερά. Με άλλα λόγια: ό,τι μάς κάνει διακριτούς από τις συντηρητικές, δηλαδή χειραγωγητικές εκδοχές του κόσμου και της ζωής, και από τις συγκεκαλυμμένες ή όχι παραλλαγές τους. Με επίκεντρο τον άνθρωπο, με δρόμο τη συλλογική του απόφαση και προσπάθεια, με όπλο τα κεκτημένα του λαϊκού, εθνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού μας, δηλαδή την οικουμενικότητα της πρότασής μας.
Η ΑΥΓΗ 06/09/2007

Το Εγχειρίδιο της «Αριστεράς». Του Βασίλη Μαγκλάρα

Μια απόπειρα μετάβασης από την εποχή της πολιτικής ακρισίας στην εποχή του πολιτικού αναστοχασμού.

Roberto Mangabeira Unger
What should the Left Propose
Εκδ. Verso
Αποτελεί διαπίστωση προς τη σωστή κατεύθυνση η αναγνώριση της ύπαρξης μιας σύγχρονης πολιτικο-οικονομικής δικτατορίας των «μη εναλλακτικών», στην οποία όλοι μας έχουμε κατά καιρούς υποτάξει το δημιουργικό μας πνεύμα. Αποτελεί όμως έλλειψη ασυγχώρητη η αναγνώριση αυτής της ιδιάζουσας μορφής ιδεολογικής επικυριαρχίας και πνευματικής υποτέλειας, χωρίς έναν παράλληλο (επαρκή) αναστοχασμό επάνω στις εναλλακτικές που θα απεγκλωβίσουν το πνεύμα και θα αναδείξουν το διαφορετικό χειραφετητικό πολιτικο- κοινωνικό ορίζοντα. Ο Unger πετυχαίνει τον πρώτο στόχο με ιδιαίτερη ευκολία, όπως άλλωστε το καταφέρνει και όλη η σύγχρονη αριστερή διανόηση, την ανάδειξη δηλαδή του ιδεολογικού και άρα μαχητού χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού, εγκλωβίζεται όμως σε αναλύσεις υποδεέστερες, όπως άλλωστε και όλη η σύγχρονη αριστερή διανόηση, όταν έρχεται η ώρα της παρουσίασης μιας πραγματιστικής (όχι με την έννοια του πολιτικά εφικτού στο πλαίσιο της τρέχουσας συγκυρίας) πολιτικής πρότασης.
Ωστόσο, φαίνεται να έχει κατανοήσει πως το γεγονός των πολιτικών ανατροπών περνάει πρώτα μέσα από μια ιδεολογική επικυριαρχία και μετά μέσα από την πολιτική επικυριαρχία αυτών των ιδεών. Η ιδεολογική κυριαρχία είναι πάντα πιο δύσκολη. Η συγκρότηση όμως μιας πολιτικής πρότασης σχετίζεται περισσότερο για τον Unger, ένα γνήσιο διανοητή του τρίτου κόσμου και καθηγητή του Harvαrd, με την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας και τη δυνατότητά της να ανέχεται και να καλλιεργεί το δημιουργικό πνεύμα των πολιτών. Ειδάλλως, η δημοκρατία ξεπέφτει σε μια λειτουργία διεκπεραίωσης και συντήρησης των κυρίαρχων δυνάμεων. Άλλωστε, ένας Βραζιλιάνος, όπως ο Unger, γνωρίζει καλά τι σημαίνει να αποδέχεσαι αδιαμαρτύρητα τις κυρίαρχες δυνάμεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και εν γένει του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Ο Unger βάλλει επίσης μέσα από το «εγχειρίδιό» του και κατά του αμερικανικού ονείρου και της ψευδεπίγραφής αντίληψης ότι όλα είναι εφικτά εάν κάποιος το θέλει. Στη βάση αυτής της ιδέας υπάρχει η ίδια η ψυχολογική δομή του «θαύματος», όποιος πραγματικά πιστεύει ιαίνεται, κάτι βέβαια που δεν συμβαίνει ποτέ στην πραγματική οικονομία (όποιος πραγματικά το πιστεύει δεν βρίσκει ποτέ τα χρήματα για να αγοράσει διαμέρισμα λόγω της πίστης του). Το αμερικανικό όνειρο έχει βέβαια διπλή λειτουργία. Από τη μια αναστέλλει την ανατρεπτική διάθεση των δρώντων, καθώς στο βάθος υπάρχει πάντα η υπόσχεση της καλύτερης ζωής. Από την άλλη ενοχοποιεί το άτομο για τον κοινωνικό του ξεπεσμό και όχι τους εδραιωμένους κοινωνικο-οικονομικούς μηχανισμούς. Για να μην προσθέσουμε ότι με τον τρόπο αυτό αν-ορθολογικοποιεί τον ενδεχόμενο πολιτικό αγώνα.
Τι πρέπει όμως να γίνει σύμφωνα με τον Unger; Η αναδιανομή, το βασικό πρόταγμα της σοσιαλδημοκρατίας δεν φαίνεται να τον συγκινεί, καθώς τελικά, όπως υποστηρίζει, επιτείνει παρά μειώνει τις ανισότητες. Κάθε ριζοσπαστική κριτική οδηγεί όμως την πολιτική ανανέωση περισσότερο προς το στρατόπεδο του αντιπάλου παρά προς αυτό της ευκταίας κοινωνικο- οικονομικής επίλυσης των σύγχρονων προβλημάτων. Άλλωστε, όλες οι κοινωνίες που απολαμβάνουν έστω και ένα ελάχιστο επίπεδο ανεκτής διαβίωσης τείνουν προς μια ιδιάζουσα συντήρηση ή αναπαραγωγή αυτού του επιπέδου. Η ιδέα των σταδιακών μεταβάσεων δεν φαίνεται όμως ούτε αυτή να συγκινεί το Βραζιλιάνο διανοητή, που θα έχει ακούσει ίσως πολλές φορές για καλύτερες μέρες που έρχονται μέσα από τις «θυσίες». Άλλωστε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει εύστοχα, η αναδιανομή χρειάζεται την οικονομική μεγέθυνση, η οποία για να επιτευχθεί σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον πρέπει να ακυρώσει σε δεύτερο χρόνο την ίδια την αναδιανομή.
Έτσι, όλο το χειραφετητικό περιεχόμενο των ιδεών του φαίνεται πως συγκεντρώνεται γύρω από μια ιδέα βολονταριστικής επανασύστασης του πολιτικού χαρακτήρα των θεσμών, από τους οποίους είχε αποσυρθεί το κοινωνικό στοιχείο προς όφελος του οικονομικού, εργαλειακού εξορθολογισμού της παραγωγής. Το δρών υποκείμενο ως το νέο μαχητικό στοιχείο των θεσμών και της δημοκρατίας φαίνεται πως εξαντλεί το ρεφορμιστικό του όραμα. Το νέο αυτό πολιτικό στοιχείο εμπεριέχει και την ιδέα της πολιτικής αυθορμησίας, της θεσμικής επανασύστασης, σε αντίθεση με τη θεσμική διαχείριση, καθώς και την ενθάρρυνση ανάπτυξης μιας πολυεπίπεδης οικονομικής οργάνωσης ανεκτικής απέναντι στη σύγχρονη πολλαπλότητα. Το όλο εγχείρημα του «νέου ανθρώπου» που θα διαχειρίζεται με επάρκεια το νέο πολυεπίπεδο κόσμο, θα πρέπει να υποστηρίζεται βέβαια και από μια νέα παιδεία προσανατολισμένη προς την ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου και όχι προς την απόκτηση «παραγωγικών» δεξιοτήτων. Στο σημείο αυτό, το πνεύμα του Unger φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεφύγει από τις κοινότοπες επαναστατικές θέσεις.
Συγκινητικό, ειλικρινές, χειμαρρώδες, απλό και βέβαια πολιτικά ατελές, το «εγχειρίδιο» του Unger είναι πράγματι μια ενδιαφέρουσα πολιτική πρόταση με πολύ ουσία, με εύστοχες ιστορικές αναλύσεις, χωρίς παραπομπές, που ευχαριστεί και απεγκλωβίζει την πολιτική σου διάθεση, αρκεί βέβαια να μην επιχειρήσεις να μαγειρέψεις τις ιδέες του σπίτι.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 09/09/2007

10.9.07

«Δεν έχω πολιτικό γραφείο, ούτε φυλλάδια»

Ψηλή, ξανθιά και με μόνο όπλο την όρεξή της για να κάνει πράγματα ειδικά για τους νέους ανθρώπους, η κυρία Ρένα Δούρου, υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ στη Β’ Αθήνας, θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή δασκάλα.
Από το Παιδαγωγικό όμως πέρασε στο Οικονομικό της Νομικής και έκανε μεταπτυχιακά στην Αγγλία πάνω στην ανάλυση λόγου και ιδεολογίας, ενώ δήλωσε παρούσα και στη Γένοβα.
«Αυτή την στιγμή πάντως είμαι υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας», τονίζει η ίδια και συνεχίζει: «Έχω πάρει άδεια από τη δουλειά μου για να σας μιλήσω». Η συνάντησή μας έγινε σε ένα βιβλιοπωλείο γιατί η κυρία Δούρου δεν έχει, όπως οι περισσότεροι υποψήφιοι, δικό της προεκλογικό γραφείο. «Όχι μόνο δεν έχω γραφείο αλλά ούτε φυλλάδιο δεν έχω βγάλει. Αποφάσισα να μπλέξω με την πολιτική γιατί δεν μου αρέσει να διαχειρίζονται άλλοι τα δικά μου προβλήματα και να με καλούν μόνο κάθε τέσσερα χρόνια να επικροτώ, να επιβραβεύω ή απλώς να διαμαρτύρομαι».
Η ζωή της άλλαξε με την υποψηφιότητά της γιατί « είναι δύσκολο να είσαι εργαζόμενος και παράλληλα υποψήφιος, αλλά αυτό ισχύει στην Αριστερά. Δεν υπάρχουν επαγγελματίες πολιτικοί, γιατί όλο αυτό δεν είναι μια ιστορία για να εκλεγώ εγώ, είναι για να δώσω μια μάχη».
Θέλει να παλέψει για τα προβλήματα των γυναικών και των μεταναστών, αλλά δεν την απασχολεί αν θα μπει τελικά στη Βουλή γιατί, όπως λέει «δεν σκοπεύω να κάνω καριέρα πολιτικού, δεν έχω ποντάρει πάνω σε αυτό. Ο φίλος μου μάλλον δεν θέλει να βγω γιατί φοβάται ότι μετά δεν θα έχω προσωπική ζωή. Μπορεί και να μη ψηφίσει, θα δούμε» λέει χαμογελώντας με την άνεση ενός ανθρώπου που δεν ζει για να βγει βουλευτής.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 09/09/2007

5.9.07

Προτάσεις Διακοπών

Η Ρένα Δούρου, υποψήφια βουλευτής του ΣΥΝ στη Β' Αθήνας αναφέρει στο kykladesnews δέκα λόγους για τους οποίους επιλέγει τις Κυκλάδες ως αγαπημένο προορισμό διακοπών:
1.Για τους «ιμάντορες ανέμους που ιερουργούν τον Αύγουστο…»
2.Για ένα ηλιοβασίλεμα στην Αγία Μαρίνα της Άνδρου με το συντρόφεμα της φωνής ενός ποιητή.
3.Για εκείνο το γλέντι τ΄ απομεσήμερο στο Κάτω Κουφονήσι.
4.Για το απλόχερο φίλεμα των συκιών στις πεζούλες του Αρτεμώνα, στη Σίφνο.
5.Για τη «Βαβέλ» στο κάμπινγκ της Αντιπάρου που σταμάταγε όταν έπιανε την κιθάρα ο Luca, ο Ιταλός και μας μάθαινε το BellaCiao.
6.Για τη θεά από το εκκλησάκι της Aγίας Πάκου που δε φτάνουν οι φωνές όσων ανακάλυψαν το Γαλησσά.
7.Για το κρύο ποτήρι νερό και το λουκούμι από τα ροζιασμένα χέρια του καλόγερου στην Παναγία τη Χοζοβιώτισσα, στην Αμοργό.
8.Για την Ψάθη της Κιμώλου που βγάζει αυθάδικα τη γλώσσα απέναντι στις παραλίες της Μήλου.
9.Για το «μαρμάρινο χωριό», την Απείρανθο, εκεί στους πρόπoδες του Φαναριού, που μου μάθε ο Μανώλης ο Γλέζος τι μπορεί να κάνουν τα χέρια του ανθρώπου άμα είναι ευλογημένα.
10.Για τους «ερήμους ταρσανάδες και τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια…»

Όσο η Ν.Δ. δοκίμαζε επικοινωνιακά τερτίπια, αυξάνονταν οι νεκροί

Η συνολική στάση της κυβέρνησης στο θέμα των πυρκαγιών ήταν σκέτη απειλή- χωρίς το ασύμμετρη- για τη χώρα και τη ζωή όλων μας.
Όσο δοκίμαζαν επικοινωνιακά τερτίπια αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών, λέει η Ρένα Δούρου, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΝ και υποψήφια βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Αθηνών. Δηλώνει αισιόδοξη για τα αποτελέσματα της 16ης Σεπτεμβρίου σε ό,τι αφορά το κόμμα της, αλλά δεν θέλει να ενισχυθούν γενικά και αόριστα οι «μικροί», όπως για παράδειγμα ο ΛΑΟΣ που όπως λέει κινδυνολογεί φτηνά...
Υποψήφια και πάλι στη Β΄ Αθηνών, γιατί; Έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο από το 2004; Γιατί βρεθήκαμε στους δρόμους για το άρθρο 16, βρεθήκαμε στις παραλίες της Αττικής για να ρίξουμε κάγκελα. Στις 16 Σεπτεμβρίου πρέπει να βρεθούμε στις κάλπες.
Η προκήρυξη των εκλογών, σας πέτυχε στην Τουρκία; Ναι, να παρακολουθώ πως μια μη-ευρωπαϊκή κυβέρνηση ιεραρχεί ως βασική προτεραιότητα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Γυναίκα και πολιτική; Δεν θέλω να είμαι μόνο το μισό του ουρανού...
Τον Μάη του ΄68 οι νέοι ήταν ρεαλιστές και ζητούσαν το αδύνατο. Εμείς σήμερα ζητάμε και κάνουμε τα αδύνατα δυνατά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι θα αυξήσει τις δυνάμεις του στις εκλογές. Εσείς λέτε ότι... ... ό,τι λένε σήμερα όλοι οι νέοι και η κοινή λογική. Ψηφίζουμε ΣΥΡΙΖΑ γιατί υπερασπίζεται το περιβάλλον, υπερασπίζεται την ίδια μας τη ζωή.
Χρησιμοποιείτε οικολογικό αυτοκίνητο; Δεν έχω καν αυτοκίνητο. Βολεύομαι με την κάρτα απεριορίστων. Είναι κι ακριβά, δεν φτάνει η βουλευτική αποζημίωση. Τη χαλάνε σε φυλλάδια που αναδεικνύουν την οικολογική τους ευαισθησία.
Πόσο χρόνο διαθέτετε για την προεκλογική σας εκστρατεία; Η δουλειά στον ιδιωτικό τομέα δεν σου αφήνει περιθώρια καν για ελεύθερο χρόνο. Θα σου αφήσει για εκστρατεία; Έχετε υπάρξει ποτέ άνεργη; Και βέβαια έχω υπάρξει. Η ανεργία έχει καταστεί κανονικότητα για τους νέους. Εγώ θα εξαιρεθώ;
Πώς παντρεύονται στον ΣΥΡΙΖΑ το παλιό με το νέο; Με επιτυχία. Η Αριστερά είναι αγώνας, σκυτάλη από τη γενιά της Εθνικής Αντίστασης, στη γενιά του Πολυτεχνείου και τώρα στη γενιά της Γένοβας και του Ροστόκ.
Τι φέρνει η Γένοβα και το Ροστόκ; Όσοι πήγαμε στη Γένοβα μάθαμε να πιστεύουμε στη δύναμη ανατροπής των κινημάτων, στην πολυχρωμία των θέσεών τους.
Ποιος ο ρόλος της επικοινωνίας στην προεκλογική καμπάνια; Για τη Ν.Δ. καταστροφικός.
Πάντως, η Ν.Δ. έπαιξε επικοινωνιακά και πάνω στις φωτιές... Κι αυτό ήταν φονικό για εμάς τους υπολοίπους. Όσο δοκίμαζαν επικοινωνιακά τερτίπια αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών.
Πώς σας φάνηκε η συνολική στάση της κυβέρνησης στο θέμα των πυρκαγιών; Απειλή σκέτο χωρίς το ασύμμετρη για τη χώρα και τη ζωή όλων μας.
Το κόμμα σας επιμένει οικολογικά. Συμφωνείτε με τα μέτρα που πρότεινε ο κ. Αλαβάνος; Επιμένουμε οικολογικά χρόνια τώρα. Ας συμφωνήσουν κι άλλοι με τον Αλαβάνο που υπερασπίζονται την ισχυρή και δίκαιη Ελλάδα, γιατί εάν συνεχίσουν δεν θα υπάρξει Ελλάδα.
Είστε κι εσείς της άποψης ότι στις 16 Σεπτεμβρίου θα ενισχυθούν οι «μικροί»; Δεν θέλω να ενισχυθούν γενικά κι αόριστα οι μικροί, όσοι απλά καταγγέλλουν με ασφάλεια, όσοι κινδυνολογούν φτηνά, όπως ο ΛΑΟΣ. Αλλά; Θα ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ για τις προτάσεις του και για την αντιπολίτευση που έκανε τριάμισι χρόνια.
Γιατί ο ΣΥΝ λέει όχι σε μετεκλογικές συνεργασίες; Όποιος θέλει τη συνεργασία για τη συνεργασία, θέλει απλά την εξουσία με τα γνωστά αποτελέσματα για τους νέους κι όλους τους Έλληνες.
Αν το ΚΚΕ έλεγε ξαφνικά ότι επιθυμεί συνεργασία με τον ΣΥΝ; Αλλάζει ο άνθρωπος στα 89 του; Μακάρι.
Είναι προτιμότερη η ακυβερνησία; Η Ν.Δ. έχει 45,36%, αλλά εάν ζούσε ο θείος θα μπορούσε κάλλιστα να πει σήμερα το «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;».
Εάν εκλεγείτε; Θα έχω περισσότερο χρόνο να αγωνίζομαι για το περιβάλλον, τη νεολαία, για τα δικαιώματα των μεταναστών και των ομοφυλοφίλων. Και τη βουλευτική αποζημίωση για να τη δίνω για τους αγώνες του ΣΥΡΙΖΑ.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΒΟΥΛΑ ΚΕΧΑΓΙΑ
ΤΑ ΝΕΑ, 04/09/2007

3.9.07

Το δίπλα είναι πολύ μακριά.

Η αυλαία έπεσε την προηγουμένη Κυριακή-ίσα που πρόλαβα. Το θεατρικό έργο: Οι εξόριστοι του Γιάννη Παπάζογλου, βραβευμένο από τον Διαγωνισμό Κρατικών Θεατρικών Βραβείων, σε σκηνοθεσία του Νίκου Διαμαντή και με ελεύθερη είσοδο για τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Μια αποθήκη ονείρων. Ένας χώρος λιτός, σκοτεινός και βίαιος. Η επανάληψη της βίας σε μια χορογραφία ανάμεσα σ' έναν σκληρό αστυνομικό και σ' ένα φυγά-μετανάστη. Προσεκτικά σκηνοθετημένο, ώστε να αποφευχθούν οι μελοδραματισμοί και οι ευκολίες, με τη βοήθεια του καθημερινού λόγου του Παπάζογλου και με πολύ καλά επιλεγμένη μουσική, το παρόν συγχέεται με το παρελθόν, ο θύτης είναι και θύμα. Η ζωή και των δύο στα άκρα. Η ψυχή τους στο στόμα. Ο αστυνομικός στερημένος και φοβισμένος, από την άσκηση της βίας που διαπράττει. Ο ξένος δεν διστάζει να την ασκήσει και να αντιστρέψει τους ρόλους, όταν του δίνεται η ευκαιρία. Δίπλα-δίπλα, με τις χειροπέδες να αλλάζουν καρπούς και τα ερωτήματα κοινά για την σχέση τους με μία γυναίκα. Εξόριστοι τελικά και οι δύο, εκτός των γεωγραφικών και ψυχολογικών ορίων που η ύπαρξη τούς όρισε, μα πολύ μακριά για να το δει ο ένας για τον άλλον. Ο σκηνοθέτης, με παντελή απουσία του αφελούς διδακτισμού, βάζει τους πρωταγωνιστές στα πόδια των θεατών να αλληλοσπαράσσονται, για να μείνει στο τέλος ο ένας του άλλου αποκούμπι, μοναδικός ορισμός της ύπαρξής του. Δίπλα μας η βία, αλλά πολύ μακριά για να μας αφορά. Ή πάλι όχι;
Ελευθεροτυπία, 2007

Μια οδός για την Πολιτική και την Επικοινωνία

Το 2006 ήταν έτος αυτοδιοικητικών εκλογών που συνηθίζεται να αποτελούν πρόβα-τζενεράλε για τις εθνικές που έπονται. Αν οι τελευταίες λάβουν χώρα εντός του 2007 ή όχι-αν θα είναι «στην ώρα τους»- απασχολεί βεβαίως τα κομματικά επιτελεία, τα οποία έχουν μπει σε προεκλογική τροχιά.
Όπου προεκλογική τροχιά σημαίνει συνέδρια, διακηρύξεις, προγραμματικές αρχές, υποψηφιότητες και βιβλιοπαρουσιάσεις, στο σύνολό τους τίποτε άλλο παρά ουσιαστικά απόπειρες πολιτικής παρέμβασης.
Στις τελευταίες, ανεξάρτητα του ποιος υπογραφεί το πόνημα, δεξιός ή αριστερός, ακαδημαϊκός ή κοινοβουλευτικός, λογοτέχνης ή πρώην πρωθυπουργός, ακούγεται όλο και πιο συχνά το μότο-καταγγελία ότι υπάρχει «έλλειμμα πολιτικής», «η πολιτική απουσιάζει και το life style κερδίζει συνεχώς έδαφος», «τα επικοινωνιακά παιχνίδια καλύπτουν την απουσία πολιτικών προτάσεων», ότι έχουμε ανάγκη «επαναπολιτικοποίησης [sic] της πολιτικής» και άλλα βαρύγδουπα.
Με το σύνηθες μανιχαϊκό τρόπο που χαρακτηρίζει τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, εάν κι όταν αυτή υπάρχει, έχουμε καταλήξει δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί, είτε να δαιμονοποιούμε την επικοινωνία, είτε να τη θεοποιούμε.
Με άλλα λόγια, είτε ισχυριζόμαστε ότι τα πάντα είναι επικοινωνία και όλα είναι επικοινωνιακές κατασκευές και κατηγορούμε εαυτούς και αντιπάλους για τη χρήση επικοινωνιακών τρυκ, είτε πιστεύουμε ότι η πολιτική επικοινωνία μπορεί να πετύχει τα πάντα. Και τα δυο, βεβαίως, αποτελούν μύθους που κατατρύχουν τη σκέψη πολιτικών και επιτελείων και λιγότερο- αν όχι καθόλου- του κοινωνικού συνόλου.
Για αυτό το λόγο, σε αυτό το ασφυκτικά στενό, άνυδρο πολιτικό πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια με τα σεμινάρια-συναντήσεις διαλόγου και προβληματισμού, τα οποία παίρνουν τη μορφή βιβλίου, χάρη στις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις.
«Ο στόχος» των σεμιναρίων επισημαίνει ο Λεύτερης Κουσούλης, «ήταν η εκκίνηση από μια θεωρητική απαρχή, από μια θεωρητική ματιά στο σύνθετο φαινόμενο της πολιτικής επικοινωνίας και το άνοιγμα, με τη συμβολή και τις ερωτήσεις των συμμετεχόντων, στην προσπορίση μιας ωφελιμότητας για όλους, ομιλητές και ευρύτερο κοινό»[1].
Και ξαφνιάζει πραγματικά ο νηφάλιος και εμβριθής τρόπος διεξαγωγής του διαλόγου, ο οποίος ως τέτοιος αναμφισβήτητα συμβάλλει στην τελική υλοποίηση του στόχου από εκείνους, που έχουν δαιμονοποιηθεί ή θεοποιηθεί ως τεχνικοί επικοινωνίας, ως συμμετέχοντες με τον ένα ή άλλο τρόπο στην εγχώρια ιστορία της πολιτικής επικοινωνίας.
Ένα σύνολο εισηγήσεων και παρεμβάσεων που καταπιάνεται με το ερώτημα «τι είναι πολιτική επικοινωνία», που προσπαθεί να ορίσει ψύχραιμα το επικοινωνιακό περιβάλλον σήμερα, που αναρωτιέται «τι είναι και εάν υπάρχει η περιβόητη κοινή γνώμη», που εξετάζει την επικοινωνία των δημόσιων φορέων, της αυτοδιοίκησης, αλλά και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δίνει τη θέση του σε έναν κύκλο ερωτήσεων που βρίσκουν απαντήσεις.
Όσοι και όσες στις αρχικές τους εισηγήσεις διαφωνούν, τολμούν να αναμετρηθούν με τις διαφορετικές απόψεις. Δεν πρόκειται για σεμινάριο-καλλιστεία, όπως τα πολλά που έχουμε συνηθίσει να λαμβάνουν χώρα για λόγους εντυπωσιασμού και δημοσίων σχέσεων των συμμετεχόντων.
Πρωτίστως προσφέρουν τεράστιο έργο, αφού επιχειρούν και κατορθώνουν να δώσουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα αποτραγικοποιώντας και θέτοντάς τα στη σωστή τους διάσταση.
Έτσι στο δίλημμα εάν ο υποψήφιος, το κόμμα είναι προϊόν ή δεν είναι, εάν είναι σαμπουάν, με ευχάριστη έκπληξη διαβάζουμε αυτούς, τους «πωλητές», τους τεχνικούς της επικοινωνίας και όχι τους πολιτικούς να ξεκαθαρίζουν ότι το ερώτημα είναι ψευδές. Όπως ψευδές είναι και το ερώτημα «τι είναι πολιτική επικοινωνία». «Δεν υπάρχει πολιτική επικοινωνία.», τονίζει ο Λεύτερης Κουσούλης, «Υπάρχει πολιτική δράση, δράση που για να πετύχει τους στόχους της μέσα στον χρόνο, είτε αυτό γίνεται εν γνώσει του πρωταγωνιστή της είτε όχι, εμπεριέχει την επικοινωνία της»[2]. Και συνεχίζει στη συζήτηση, «Εδώ έχουμε στην πραγματικότητα μια προσπάθεια υποκατάστασης της πολιτικής από την επικοινωνία, δηλαδή από την έλλειψη της επικοινωνίας. Το να λέμε «δεν έχουμε επικοινωνία, άρα δεν έχουμε πολιτική», δηλαδή μας φταίει η επικοινωνιακή πολιτική (όπως ακούμε και διαβάζουμε) είναι μια μάταιη προσπάθεια αναζήτησης περιεχομένου. Επειδή λείπει το περιεχόμενο, αναζητούμε το έλλειμμα στην τεχνική του στήριξη».[3]
Και με τη σειρά του αναζητιέται στη συζήτηση το περιεχόμενο, η στρατηγική και ο ορισμός της, χωρίς την οποία καμιά επικοινωνιακή πολιτική δεν μπορεί να βοηθήσει, να οδηγήσει στην πολιτική νίκη. «Στην Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «βλέπουμε διάφορους φορείς, εταιρείες, οργανισμούς, υπουργεία να προσπαθούν να κάνουν drives, καμπάνιες όπως λέγονται, για διάφορα πράγματα, από τις οποίες όμως λείπει κατ΄ουσίαν ο στρατηγικός σχεδιασμός. Καταλήγουν να αποτελούν καθαρή επικοινωνιακή πολιτική, στερούμενη βαθύτερου σχεδιασμού, στόχου προς επίτευξη»[4].
Ανάμεσα στα πολλά που τέθηκαν σε αυτό το τραπέζι διαλόγου και ο ρόλος των ΜΜΕ: «Δεν μπορούμε να εκφωνούμε φιλιππικούς για την κοινωνική τους διάσταση», σημειώνει ο Χρήστος Μαχαίρας, «ξεχνώντας ότι είναι επιχειρήσεις και παραβλέποντας το ζήτημα της βιωσιμότητάς τους. Στο προηγούμενο περιβάλλον, στο καθεστώς της μονοπωλιακής συγκρότησης της αγοράς, το στοιχείο της διαφημιστικής απορρόφησης είχε απλώς και μόνο ένα ρόλο συμπληρωματικό ή εν πάση περιπτώσει ενισχυτικό. Σήμερα, όμως που ο ανταγωνισμός πολλαπλασιάζει τους εταίρους, μειώνοντας και τα κομμάτια της πίτας, το ζήτημα της διαφήμισης λειτουργεί ως θεμελιώδης λίθος που όχι μόνο διασφαλίζει τα οικονομικά των επιχειρήσεων media, αλλά και λειτουργεί ταυτόχρονα ως δίχτυ προστασίας, ως η αναγκαία και ικανή συνθήκη διασφάλισης της αυτονομίας και αυτοδυναμίας των ΜΜΕ».[5]
Η συζήτηση δεν αφήνει απέξω το τεράστιο ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης των μέσων, ηλεκτρονικών και εντύπων[6], το βαθμό επιρροής[7] της τηλεόρασης στα πολιτικά πράγματα, την κριτική- που συχνά ακούγεται και γράφεται, ότι το παντοδύναμο μέσο υποβιβάζει την πολιτική στην κατηγορία των ειδήσεων και θυσιάζει στο βωμό της φθηνής εμπορικότητας και της εντυποσιωθηρίας τις πολιτικές παρεμβάσεις.
Ενδιαφέρον, επίσης, έχει ο διάλογος που αφορά τις δημοσκοπήσεις, τα «ιερά αντικείμενα»[8] της πολιτικής επικοινωνίας και της πολιτικής για κάποιους ή «αναπόσπαστο τμήμα της εξέλιξης της ανθρωπότητας και πυλώνας της δημοκρατίας.» για άλλους, αφού, «Η έρευνα απεχθάνεται τη νομοτέλεια, τα μη αναστρέψιμα, τα δεδομένα, το «έτσι είναι γιατί έτσι ήταν πάντα»»[9]
Από εκείνη την τριήμερη συνάντηση δεν έλειπαν και συγκεκριμένα παραδείγματα, τα γνωστά case studies, όπως οι προεκλογικές εκστρατείες για τις δημοτικές εκλογές, στην Αθήνα, το 1990, με τα οποία αναδεικνύονται τα όρια αποτελεσματικότητας της οποιασδήποτε προεκλογικής καμπάνιας, όταν εκλείπει η στρατηγική.
Αυτό το σεμινάριο που μετατράπηκε σε έναν καλαίσθητο και πολύ ενδιαφέροντα τόμο και που το ακολούθησαν άλλα δυο, ενώ ετοιμάζεται να γίνει και ένα τρίτο, αποτελεί την προσπάθεια να βρεθεί η οδός,[10] για να συζητηθούν κρίσιμα ερωτήματα που τεχνηέντως μένουν αναπάντητα, να αντιμετωπιστούν διλήμματα, να ξαναυπάρξει ψύχραιμος και σοβαρός δημόσιος λόγος, ο οποίος απουσιάζει και μας λείπει πολύ.
Γιατί «Κοινωνία και επικοινωνία είναι το ίδιο πράγμα, εκφρασμένο σε διαφορετική γλώσσα…», γιατί «…Πολιτική και πολιτική επικοινωνία είναι το ίδιο πράγμα, εκφρασμένο όμως σε διαφορετική γλώσσα»[11] και πρέπει να τολμάμε να τη μιλάμε.
[1] Κουσούλης, Λ. (2006),Εισαγωγή στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ. 7.
[2] Κουσούλης, Λ. (2006), Πολιτική δράση και πολιτική επικοινωνία, πράξεις παράλληλες, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.23.
[3] Κουσούλης, Λ. (2006), Συζήτηση και Παρεμβάσεις: Τι είναι Πολιτική Επικοινωνία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.29.
[4] Ανδριανόπουλος, Α. (2006), Τα παραδείγματα των strategists και των ΗΠΑ, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.69.

[5] Μαχαίρας, Χ. (2006), Τα ηλεκτρονικά μέσα σε αναζήτηση του συγκερασμού κοινωνικής υπευθυνότητας και βιωσιμότητας, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.49.
[6] ««Παρακολουθώ δεν σημαίνει κατ΄ανάγκην «αποδέχομαι». Ενώ «διαβάζω» σημαίνει, τις περισσότερες φορές «επηρεάζομαι». Πολύ περισσότερο όταν η δεύτερη περίπτωση αφορά μια προσωπική επιλογή: «ξεχωρίζω από τα χρήματα μου τα ευρώ που χρειάζονται και αγοράζω μια συγκεκριμένη εφημερίδα, αντί ν΄ανταποκριθώ απλώς σε ένα μήνυμα που έτσι κι αλλιώς εκπέμπεται ανοίγοντας δηλαδή δωρεάν ή περίπου δωρεάν το κουμπί της συσκευής μου»». Βλαστάρης, Γ. (2006), Τύπος και πολιτική, μια σχέση αδιάρρηκτη, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.41.
[7] «Ο βαθμός επιρροής της εφημερίδας στην κοινωνία παραμένει ισχυρός γιατί η σχέση Τύπου ( εννοεί εφημερίδας) και πολιτικής εδράζεται σε βάση ιδεολογική. Η ιδεολογία είναι σύμφυτη με το πολιτικό μήνυμα. Η εφημερίδα εισηγείται θέση. Θα μπορούσε ένα κανάλι να έχει κύριο άρθρο; Μόνον η εφημερίδα έχει!» Βλαστάρης, Γ. (2006), Τύπος και πολιτική, μια σχέση αδιάρρηκτη, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.42.
[8] Ανδριανόπουλος, Α. (2006), Τα παραδείγματα των strategists και των ΗΠΑ, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.70.
[9] Φαναράς, Σ. (2006), Έρευνες, σχολές σκέψης, στρατηγική και δημοκρατία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.108.
[10] « Η οδός, δεν βρίσκεται παρά μόνο περπατώντας την». Παπαγιαννίδης, Α. (2006), Συμπεράσματα: Δυο συγκεφαλαιωτικές ματιές, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.200.
[11] Λεούσης, Ν. (2006), Πέντε προτάσεις για την Πολιτική Επικοινωνία, στο «Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη», Αθήνα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, σελ.108.
Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη
Τα σεμινάρια της Λέγειν & Πράττειν
εκδ. Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις,
Αθήνα,
Β΄ έκδοση, 2006.
επιμ. Αντώνης Παπαγιαννίδης, Μαριάννα Τόλια

ΠΟΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ;

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Ο Συνασπισμός εδώ και χρόνια βιώνει μια μόνιμη αντίφαση. Ενώ είναι δομημένος στη πράξη ως ένα ιστορικό « κόμμα νέου τύπου » με δεδομένη την αποκλειστικά κομμουνιστογενή κληρονομιά που άφησαν οι ιστορικές εκδοχές της ελληνικής Αριστεράς, με τη γνωστή «πυραμιδική» οργανωτική μορφή ( οργανώσεις βάσης – πολιτικές κινήσεις, νομαρχιακές επιτροπές, Κεντρική Πολιτική Επιτροπή - ΚΠΕ, Πολιτική Γραμματεία ), στη πράξη λειτουργεί ως κόμμα ( ολίγων ηγετικών ) στελεχών, συγκεντρωτικό και ιεραρχικό, με ιεραρχίες που δομούνται όχι μόνο από το συσχετισμό της δύναμης των τάσεων αλλά και το σταρ σύστεμ των καναλιών και των μεγάλων εφημερίδων. Η πολιτική συζήτηση σπάνια ξεφεύγει από τη δημοσιογραφικού τύπου παρουσίαση των αποφάσεων της Πολιτικής Γραμματείας, επενδυμένων με τη δημοκρατικοφάνεια αραιών Κεντρικών Πολιτικών Επιτροπών και φυσικά δε γίνεται λόγος για αμφίδρομη σχέση των καθοδηγητικών οργάνων και των οργανώσεων βάσης. Αποφάσεις, προτεραιότητες, καταστατικό, πολιτική γραμμή, είναι σχετικές και αμφίσημες έννοιες, με συνέπεια οι πολιτικές επιλογές να είναι μια αποκλειστική υπόθεση των στελεχών (όχι μόνο των κεντρικών αλλά και των περιφερειακών, των γραμματέων, των αυτοδιοικητικών, των βουλευτών- ως η απόλυτη «εξωθεσμική» δύναμη ).
Συνέπεια των προηγουμένων στους κόλπους του κόμματος είναι να ανθούν η διαμεσολάβηση, η ανάθεση και η υποκατάσταση. Τα όργανα υποκαθιστούν την ολομέλεια, τη ζωντανή συμμετοχή των μελών, τα μέλη αναθέτουν την πολιτική διεκπεραίωση στα στελέχη, οι τάσεις διαμεσολαβούν τις πολιτικές αντιθέσεις αλλά και τις κατανομές εξουσίας στα όργανα, αποτελώντας στη πράξη οργανωτικούς μηχανισμούς νομής της εσωκομματικής εξουσίας αντί να είναι κύτταρα παραγωγής πολιτικού και ιδεολογικού λόγου.
Β. Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Εκ προοιμίου να δηλώσουμε ότι δεν θεωρούμε λυμένα τα ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα τα ζητήματα συμμετοχής των μελών του κόμματος σε ουσιαστικές διαδικασίες διαμόρφωσης του συλλογικού «θέλω» και «είναι». Γνωρίζουμε εκ πείρας και σύγκρισης ότι στα κόμματα που φιμώνουν τις μειοψηφικές απόψεις, η διάσπαση παραμονεύει, όπως παραμονεύει ο αυταρχισμός και η καταστολή της ηγετικής ομάδας.
Πιστεύουμε ότι το κόμμα λειτουργεί ιεραρχικά και αρχηγικά με τις υπερεξουσίες των «προβεβλημένων» στελεχών. Το οργανωτικό καταστατικό συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 2005 μπορούσε και έπρεπε να αποτελέσει την ευκαιρία για ριζικές αλλαγές στη φυσιογνωμία και τις δομές του κόμματος. Όμως ναυάγησε, απωλέσαμε δηλαδή μια ακόμα ευκαιρία, μετά το τακτικό συνέδριο, για να αντικαταστήσουμε την «ολιγαρχική» διεύθυνση του κόμματος με μια αμεσοδημοκρατική και συμμετοχική. Η κατάληξή του μας προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα θυμηδίας και δυσαρέσκειας, καθώς ολοκληρώθηκε με το πιο εξευτελιστικό για το κόμμα και τους ίδιους τους συνέδρους τρόπο.
Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η σχεδόν πλήρης απαξίωση των καταστατικών αλλαγών που υποτίθεται ότι ήταν το κύριο αντικείμενό του, η συζήτηση επί των οποίων υποκαταστάθηκε κυρίως από μια ατέρμονη και μάλλον αδιέξοδη συζήτηση και αντιπαράθεση περί τάσεων που μετέτρεψε το Συνέδριο σε «θέατρο επιχειρήσεων» ανάμεσα στις τάσεις και τον πρόεδρο.
Ο πρόεδρος με δραματικό και εντελώς λαικίστικο τρόπο επιτέθηκε ουσιαστικά στις τάσεις για το τρόπο λειτουργίας τους, πρότεινε αφενός μεν να εκλέγεται ο Πρόεδρος από το Συνέδριο και αφετέρου να καταργηθούν οι λίστες για την εκλογή της Πολιτικής Γραμματείας με κατοχύρωση της μειοψηφίας.
Οι τάσεις υποστήριζαν ότι ανοίγει ο δρόμος για τη κατάργησή τους ενώ η άλλη πλευρά, παρά τις διαφοροποιήσεις, υποστήριζε ότι δε θίγονται επί της ουσίας οι τάσεις αλλά λαμβάνονται καταστατικά μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά φαινόμενα περί μηχανισμών κλπ.
Όλες αυτές οι εν μέρει θλιβερές αντιπαραθέσεις δημιούργησαν πόλωση και ένταση, και ,στη πράξη, το συνέδριο περίπου διαλύθηκε στο τέλος, αποκορύφωμα της απαξίωσης και του κλίματος κρίσης και άγονης αντιπαράθεσης που επικράτησε κατά τη διάρκειά του, χωρίς να γίνει ουσιαστική συζήτηση για πολλές και κρίσιμες οργανωτικές αλλαγές.
Ψηφίστηκαν μεν οι περιορισμένες θητείες για Πολιτική Γραμματεία, βουλευτές και ευρωβουλευτές όχι όμως για την ΚΠΕ και όχι αναδρομικά για όλα τα παραπάνω, ενώ η πολυθεσία στις θέσεις βουλευτή, ευρωβουλευτή και δημοτικού ή νομαρχιακού συμβούλου παραπέμφθηκε στη ΚΠΕ- δηλαδή στις καλένδες. Παράλληλα, η ποσόστωση γυναικών στο 50% δε συζητήθηκε καν. Το μεγαλύτερο ανέκδοτο απ’ όλα ήταν ότι οι προτάσεις που δε συζητήθηκαν , δηλαδή η πλειοψηφία των προτάσεων της ΚΠΕ και όλες οι τροπολογίες των συνέδρων παραπέμφθηκαν « για προβληματισμό» στην ΚΠΕ, δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων κατά πάσα βεβαιότητα.

Γ. ΑΞΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Με δεδομένα τα παραπάνω εγείρεται η ανάγκη για ριζικές αλλαγές που θα προσδώσουν άλλα χαρακτηριστικά στο οργανωτικά γερασμένο και ιδεολογικοπολιτικά τελματωμένο σώμα του κόμματος. Όμως, καμιά τομή, κανένας επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας, ακόμα και της εσωκομματικής δημοκρατίας δε μπορεί να γίνει σε κενό πολιτικής δράσης. Οφείλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ή να αξιοποιήσουμε τις πολιτικές συγκυρίες που βοηθούν και συμβάλλουν σε τέτοιες αλλαγές. Το εγχείρημα της Ανοικτής Πόλης και άλλων αναλόγων συλλογικοτήτων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, οι θετικές εμπειρίες από τη φυσιογνωμία και λειτουργία του Ελληνικού και του Ευρωπαικού Κοινωνικού Φόρουμ θα πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό στις αλλαγές που θεωρούμε αναγκαίες. Μας ενδιαφέρουν τα μοντέλα συλλογικοτήτων που συνδυάζουν τα αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά στη δομή και στη λειτουργία, που βρίσκονται σε συνομιλία με τα παλιά και τα νέα κοινωνικά κινήματα, που αναπτύσσουν επεξεργασίες συσσωματώσης της εμπειρίας και των διεκδικήσεων των αυτοδιαχειριστικών συμμετοχικών πειραμάτων καθώς και την απαραίτητη οργανωτική ευρωστία. Η «κοινωνικοποίηση» του Συ.Ριζ.Α., για παράδειγμα, η απόκτηση περιφερειακής υπόστασης με συμμετοχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες είναι ένα μέτωπο που έχει ανοίξει και δεν έχει κλείσει παρά τις επιβουλές και τα λάθη.
Ανανέωση για μας σημαίνει ριζικές παρεμβάσεις σε ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό επίπεδο με τους παρακάτω τρόπους :
α) να επιδιώξουμε αφενός την εισροή πολλών νέων ανθρώπων ( απαραίτητα σε ηλικία αλλά και στη πολιτική και ιδεολογική ματιά ) από το χώρο των νέων και των παλιών κοινωνικών κινημάτων στο κομματικό οργανισμό που θα συμβάλλουν στην οργανωτική και πολιτική αναζωογόνησή του και αφετέρου την ουσιαστική αξιοποίηση της νεολαίας του κόμματος και άλλων νέων μελών στα κέντρα αποφάσεων.
β) να γίνουμε πιο παρεμβατικοί και πιο κοινωνικά γειωμένοι . Χωρίς πολιτική εξωστρέφεια, χωρίς κοινωνική ανατροφοδότηση, χωρίς συλλογικότητα και λαικότητα ο όποιος πολιτικός και ιδεολογικός λόγος του κόμματος είναι «ακαδημαικός» και αφιλόξενος στις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπήσει.
γ) να καταρτίσουμε ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» πολιτικών θέσεων και προγραμματικών διεκδικήσεων με αιτήματα και στόχους που να πολιτικοποιούν και να οριοθετούν την αντίθεσή μας στο νεοφιλελευθερισμό, να οργανώνουν πολιτικά τις κοινωνικές αντιστάσεις και τις εργατικές διεκδικήσεις, να φωτίζουν την κοινωνική δυναμική, από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής προοπτικής του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και του δημοκρατικού δρόμου. Για να το πούμε με άλλα λόγια, την υποχρέωση που έχει κάθε αριστερό, πολιτικό υποκείμενο - επί ποινή εξαφάνισής του από το πολιτικό σκηνικό, σε αντίθετη περίπτωση - να συμπυκνώνει, τα σκόρπια αιτήματα στο κοινωνικό επίπεδο, σε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, έτσι ώστε να τα καταστήσει πραγματικό πολιτικό διακύβευμα.
δ) να αντιμετωπίσουμε επιτέλους και να λύσουμε δημιουργικά το μέγιστο ζητούμενο της εσωκομματικής δημοκρατίας, της αντιγραφειοκρατικής πρακτικής και του (αντι) (μονο)τασικού ελέγχου του κόμματός μας . Οι τάσεις δικαιολογούν το ρόλο, την αναγκαιότητά τους στη συνείδηση των μελών στο βαθμό που συμβάλλουν στο πολιτικό προβληματισμό, που πλουτίζουν το πολιτικό διάλογο, που εμβαθύνουν στα στρατηγικά διλήμματα. Τάσεις νομής της εσωκομματικής εξουσίας όχι μόνο δε προσφέρουν αλλά διαιωνίζουν τη κρίση της εσωκομματικής δημοκρατίας και της αποξένωσης των μελών από τη πολιτική συμμετοχή.
ε) να επιδιώξουμε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες το συνολικό μετασχηματισμό του κόμματος στις κατευθύνσεις της ανάκλησης και της εναλλαγής των εκλεγμένων σε διάφορα όργανα μελών του, της έμπρακτης αποδόμησης της διάκρισης μελών και στελεχών, της ελεύθερης ύπαρξης ρευμάτων, της μη υπονόμευσης των θέσεων μετά τη λήψη των αποφάσεων και της καθολικής κινητοποίησης των μελών και ουσιαστικής συμμετοχής τους στις αποφάσεις .
Μόνο η προοπτική της επανίδρυσης του κόμματος με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρουμε μπορεί να καταστήσει εφικτή την πιθανότητα δημιουργίας ενός κόμματος πραγματικά ανανεωμένου σε πρόσωπα, σε οργανωτική διάρθρωση και σε πολιτικές επιλογές και, άρα, πιο ανταγωνιστικού και επικίνδυνου για το σύστημα. Πιστεύουμε ότι πρέπει να συμβεί μια αληθινή πολιτισμική επανάσταση, έτσι ώστε να μετατραπεί το κόμμα από συμπαθές κόμμα-studio, σε κόμμα-εργαλείο μάχης των λαικών στρωμάτων και των νέων και παραδοσιακών κοινωνικών κινημάτων. Η σημερινή ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση του κόμματος, τα αξεπέραστα οργανωτικά προβλήματα και οι παραδόσεις που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν την επίτευξη αυτού του στόχου αδύνατη. Εννοείται ,βέβαια, ότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε κανέναν και καμιά από τον «ιστορικό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς» από αυτές τις ενωτικές, ανασυνθετικές διαδικασίες. Όπως ακριβώς ισχύει και για το στόχο της ενότητας όλης της Αριστεράς σε επίπεδο κινήματος, από τις προοπτικές επανίδρυσης πρέπει να αποκλείονται μόνο όσοι και όσες αυτοαποκλείονται. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να σημαίνει ότι υποχωρούμε σε πολιτικές απειλές, συνεχίζοντας να ισορροπούμε ανάμεσα σε προοπτικές ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Οποιεσδήποτε άλλες επιλογές είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν με σισύφειο τρόπο τα αδιέξοδα που μας ταλαιπωρούν σήμερα .
Αυγή, 2006

Βιβλιοκριτική: "Μια αδελφική επιστολή Εγχειρίδιο.Προεκλογικής Εκστρατείας".

Q.T.Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας,
Εισαγωγή-Μετάφραση: Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη,
Πρόλογος: Καλλιόπη Μπουρδάρα,
εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004.


«Αν και είσαι προικισμένος με όσα μπορεί να χαρίσει στους ανθρώπους το ταλέντο, η πείρα ή η επιμέλεια, θεώρησα πως δεν είναι ανάξιο της αμοιβαίας μας στοργής, να σου υποδείξω όσα μου έρχονταν στο μυαλό, καθώς σκέφτομαι μέρα νύχτα την προεκλογική σου εκστρατεία. Όχι για να μάθεις κάτι νέο από αυτά, αλλά για να συναχθούν όλα όσα μέσα στη δράση φαίνονται διάσπαρτα και συγκεχυμένα, με τη λογική και την κατάταξη, σε μια άποψη. Αν και η φύση είναι πράγματι ισχυρή, όπως φαίνεται, μπορεί κανείς προσποιούμενος, να νικήσει τη φυσική έξη για μια υπόθεση λίγων μηνών».

Με τα πιο πάνω λόγια ξεκινά η επιστολή του Κόιντου Τύλλιου Κικέρωνα προς τον αδελφό του Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα, υποψήφιο για το ανώτατο αξίωμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, το 64 π.Χ.
Πρόκειται για ένα κείμενο που απευθύνεται στον πρώτο homo novus[1] που αναδεικνύεται ύπατος από το 94 π.Χ, με το κακόηχο και άγνωστο στη Ρώμη όνομα Cicero, που σημαίνει ρεβίθι και που επρόκειτο για παρατσούκλι από κουσούρι προγόνου στο πρόσωπο.
Η ερώτηση που τίθεται από την πρώτη κιόλας γραμμή του προλόγου και αφορά το «γιατί ένας πολιτικός ή γενικά ένας σύγχρονος άνθρωπος να διαβάσει ένα εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας που γράφτηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. και αναφέρεται στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Ρώμης και του ρωμαϊκού λαού της εποχής εκείνης»[2] δεν περιορίζεται στην κοινότοπη απάντηση ότι η ιστορική γνώση φωτίζει καλύτερα το παρόν και τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Πολύ γρήγορα το ίδιο το κείμενο, μια επιστολή με τη μορφή και τις διαστάσεις μιας μικρής πραγματείας, δίνει την απάντηση, αφού ουσιαστικά και χωρίς ίχνος υπερβολής πρόκειται για έναν άρτιο οδηγό πολιτικού μάρκετινγκ, όπως ορθότατα σημειώνει η Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη.[3]

Με ισχυρούς επαγωγικούς αρμούς στην λεπτομερή περιγραφή των όσων οφείλει να πράξει ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας για να εξασφαλίσει την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα, ο Κόιντος ξεδιπλώνει τις μεθόδους, τους τρόπους και τη στρατηγική αφήνοντας έκπληκτο τον αναγνώστη, να αναρωτιέται για το ποτέ γράφτηκε το συγκεκριμένο κείμενο.
Αφού εξαντλεί την περιγραφή των θετικών ιδιοτήτων της υποψηφιότητας του αδελφού του σε σύγκριση με τα μειονεκτήματα των αντιπάλων, όπως οφείλει να κάνει ο κάθε αναλυτής και επικοινωνιολόγος, προκειμένου να χαράξει ορθή προεκλογική στρατηγική, προχωρά στην παράθεση των συμφερόντων που είναι αντίθετα στην εκλογή του Κικέρωνα.
Οι συμβουλές που ακολουθούν, αφορούν τις τακτικές οργάνωσης των υποστηρικτών, των φίλων, των συγγενών και των κοινών σωματείων. Άλλως, με όρους πολιτικής επικοινωνίας, η οργάνωση των «πυρήνων» που θα προπαγανδίσουν σε διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές τάξεις ψηφοφόρων την υποψηφιότητα του Κικέρωνα. Η κεφαλαιοποίηση, επίσης, σε ψήφους και επιρροή των δικών που έχει κερδίσει ο Κικέρωνας για διάφορους ισχυρούς, αλλά και τα ρουσφέτια, εξετάζονται, ως ιδιαιτέρως αποτελεσματικά εκλογικά εργαλεία: «και ακόμα, στα ρουσφέτια, που πρέπει να τα διαφημίζεις και να τα προβάλλεις,..»[4].
Ο Κόιντος εφιστά την προσοχή του υποψηφίου στο πάθος των νεότερων σε ηλικία υποστηρικτών, αφού «ο ζήλος των νεαρών στο να συλλέγουν ψήφους, να κάνουν επαφές, να κυκλοφορούν διαδόσεις, να αποτελούν τη συνοδεία σου, είναι εντυπωσιακός και σου προσδίδει κύρος»[5]
Δε φείδεται, επίσης, των συμβουλών που αφορούν το ύφος, τα λόγια και τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες στην προσωπική επαφή του υποψηφίου με τους εν δυνάμει ψηφοφόρους του. «…χρειάζεται γερή μνήμη για ονόματα, κολακεία, συνεχή παρουσία, γενναιοδωρία, δημοσιότητα…»και συνεχίζει υπερθεματίζοντας «…αλλά αυτό που χρειάζεσαι επιτακτικά είναι η κολακεία, που ακόμα κι αν στην υπόλοιπη ζωή είναι ένα κακό ελάττωμα, παρ’ όλα αυτά, στην προεκλογική εκστρατεία είναι απαραίτητη[6]».
Ο Κόιντος κάνει λόγο ξεκάθαρα για χειρισμό του λαού, για πλούσιες υποσχέσεις και κολακευτικές και προτρέπει τον Κικέρωνα για: «ό,τι δεν μπορείς να κάνεις, αρνήσου το με λεπτότητα, ή καλύτερα να μην το αρνηθείς. Ένας καλός άνθρωπος θα κάνει το πρώτο, ένας καλός υποψήφιος το δεύτερο[7]».
Ο υποψήφιος δέχεται συμβουλές και για το ενδεχόμενο αρνητικών καταστάσεων που θα αντιμετωπίσει κατά την προεκλογική εκστρατεία. «Παντού βασιλεύουν η απάτη, οι παγίδες, η προδοσία. Δεν είναι ώρα τώρα να ξαναρχίσουμε την αιώνια συζήτηση[8]» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κόιντος. Και με αφετηρία αυτή τη διαπίστωση κάνει λόγο για την ορθή αντιμετώπιση της τάξης των αναδόχων έργων, το φόβο που πρέπει να ξυπνήσει ο Κικέρωνας στους μεσαζόντες της πολιτικής εξαγοράς, τα «λαδώματα[9]».
Εντυπωσιακή, επίσης, είναι η σημασία που αποδίδει στην προβολή του υποψηφίου με κάθε τρόπο, στην προεκλογική εκστρατεία, η οποία πρέπει να είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακή. «…να μιλήσουμε για τη διαφήμιση» τον προτρέπει χαρακτηριστικά «την οποία πρέπει να επιδιώξεις όσο το δυνατόν[10]». Και πιο κάτω συνεχίζει: «Φρόντισε όλος σου ο προεκλογικός αγώνας να είναι μια λαμπρή επίδειξη, έξοχη, μεγαλοπρεπής, δημοφιλής, που να δημιουργεί τις καλύτερες εντυπώσεις και το μεγαλύτερο γόητρο[11]».
Στη σημαντική εισαγωγή, όπου παρατίθεται η ζωή και η πολιτική σταδιοδρομία του Κικέρωνα, η εποχή του και η πολιτική συγκυρία, η Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη προχωρά και στην ανάλυση της δομής και του λόγου ύπαρξης της συγκεκριμένης επιστολής. Τι ανάγκη άραγε υπήρχε, ώστε ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδελφός να συντάξει έναν λεπτομερή «οδικό χάρτη» προεκλογικών συμβουλών προς τον αδελφό που συναντούσε καθημερινά, προς τον Κικέρωνα, το σημαντικό ρήτορα των δικανικών και πολιτικών λόγων, των φιλοσοφικών πραγματειών;
Η Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη ισχυρίζεται ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια «ανοικτή επιστολή», ένα εργαλείο προπαγάνδας της υποψηφιότητας του Μάρκου Κικέρωνα, ερμηνεία που ενισχύεται από την λεπτομερή προβολή των πλεονεκτημάτων της εκλογής του και την εξίσου λεπτομερή απαρίθμηση των μειονεκτημάτων των αντιπάλων του. Ο στόχος της επιστολής παρουσιάζεται να είναι διττός: α) μια πραγματεία περί επιτυχούς προεκλογικής εκστρατείας και β) η προβολή της εκλογής του Κικέρωνα, χωρίς την άμεση εμπλοκή του υποψηφίου που θα ακύρωνε το αληθές των πλεονεκτημάτων της εκλογής του, «ένας μακρινός πρόδρομος των ενημερωτικών (αλλά πληρωμένων) καταχωρήσεων και λοιπών οδηγών που δημοσιεύονται με χορηγίες διαφημιζομένων στα σύγχρονα διαφημιστικά μέσα[12]».
Εν όψει των εκλογών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα λάβουν χώρα την επόμενη Κυριακή, δε θα ήταν καθόλου άσκοπο οι υποψήφιοι να προστρέξουν για τις συμβουλές του Κόιντου Τύλλιου Κικέρωνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] «Ο λατινικός όρος “homo novus” αφορά το πρώτο άτομο ενός γένους ή μιας οικογένειας που κατείχε αξίωμα. Τυπικά η κατάληψη των αξιωμάτων στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Res Publica) ήταν εφικτή για όλους τους πολίτες. Ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις την εξουσία άσκουσε σε όλα τα επίπεδα των αξιωμάτων η κληρονομική αριστοκρατία, η οποία είχε τα χρήματα και τα μέσα, ώστε να επιτυγχάνει τη συνεχή εκλογή των μελών της.
[2] Βλ. Μπουρδάρα Κ. (2004), Πρόλογος, στο Q.T.Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας, Αθήνα, Πατάκης, σελ. 11.
[3] Βλ. Δημοπούλου-Πηλιούνη Α. (2004), Εισαγωγή, στο Q.T.Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας, Αθήνα, Πατάκης, σελ. 76.
[4] Βλ. Q.T.Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας, Αθήνα, Πατάκης, σελ. 147.
[5] Βλ. στο ίδιο, σελ. 135 κ.ε.
[6] Βλ. στο ίδιο, σελ. 145 κ.ε.
[7] Βλ. στο ίδιο, σελ. 149 κ.ε.
[8] Βλ. στο ίδιο, σελ. 141 κ.ε.
[9] Βλ. στο ίδιο, σελ. 163 κ.ε.
[10] Βλ. στο ίδιο, σελ. 155 κ.ε.
[11] Βλ. στο ίδιο, σελ. 159 κ.ε.
[12] Βλ. Δημοπούλου-Πηλιούνη Α. (2004), Εισαγωγή, στο Q.T.Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας, Αθήνα, Πατάκης, σελ. 77.

Βιβλιοκριτική: "Πολιτικός Φιλελευθερισμός: Επιείκεια και Πολλαπλότητα."

Τζων Ρωλς, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, εκδ. Μεταίχμιο 2004, Αθήνα, 2004

Ο Τζων Ρωλς, (1921-2002), με το έργο του, επιδίωξε να συντηρήσει, το διάλογο στο πεδίο της κλασικής φιλοσοφίας με σημαντικούς διανοούμενους. Το έργο του Ρωλς σήμερα διανύει την επώδυνή του ενηλικίωση[1], όπως εύστοχα παρατηρεί ο κ. Σ. Μαρκέτος στο προλογικό σημείωμα.
Ο Ρωλς με το έργο του Θεωρία της Δικαιοσύνης, το οποίο εκδόθηκε στα ελληνικά το 2001 από τις εκδόσεις «Πόλις» με επιμέλεια του κ. Α. Τάκη, έθετε ως σκοπό του έργου αυτού τη γενίκευση της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου και μάλιστα σε ένα ανώτερο επίπεδο αφαίρεσης. Όπως ο ίδιος επισημαίνει στην εισαγωγή του, στο έργο του Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός, επιθυμούσε αφενός να φωτίσει εκείνα τα δομικά στοιχεία της εννοιολογικής κατασκευής που όρισε ως «η δικαιοσύνη ως επιείκεια», αφετέρου να αναπτύξει με βάση αυτά τα στοιχεία μια συγκροτημένη και συστηματική εναλλακτική εξήγηση της δικαιοσύνης, υπερέχουσας του ωφελιμισμού.
Να σημειωθεί ότι αρχική επισήμανση του φιλοσόφου υπήρξε το γεγονός πως, ιδιαίτερα στον σύγχρονο αγγλοσαξονικό κόσμο, η θεώρηση της ηθικής φιλοσοφίας περιέχει κυρίαρχα τη μορφή του ωφελιμισμού. Επόμενο αυτής της θεώρησης είναι η αναντιστοιχία των συμπερασμάτων του ωφελιμισμού και των ηθικών πεποιθήσεων. Η αναντιστοιχία αυτή έχει ως απόρροια τον εξαναγκασμό μιας επιλογής μεταξύ ωφελιμισμού και ορθολογικής διαίσθησης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κατάσταση ακατάλληλη για τη θεώρηση, αλλά και σταθερότητα των θεσμών μια δημοκρατικής κοινωνίας με σεβασμό στην ύπαρξη πολλαπλών δογμάτων εύλογων αλλά και ασύμμετρων, ιδίως από τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, με τις αντιπαραθέσεις και τους θρησκευτικούς πόλεμους.
Ο Τζων Ρωλς, μέσω της εξέτασης της αντίθεσης του κλασικού κόσμου και του μεσαιωνικού χριστιανισμού, σε σχέση με τη θρησκεία, εξαιρεί την ιστορική σημασία της Μεταρρύθμισης, η οποία οδήγησε στις θρησκευτικές διαιρέσεις, που με τη σειρά τους αναγκάζουν όλους μας να αποδεχθούμε την πολλαπλότητα ως αναπόδραστη πραγματικότητα.
Ο ίδιος, βέβαια, επισημαίνει ότι αποδίδοντας τις ιστορικές καταβολές του πολιτικού φιλελευθερισμού στη Μεταρρύθμιση και στην ατέρμονη σύγκρουση περί ανεξιθρησκίας, λανθάνει ο κίνδυνος του παρωχημένου. Τα σημερινά προβλήματα, της πολιτικής ζωής-τουλάχιστον στο καλούμενο Δυτικό κόσμο-, όπως αυτά του φύλου, της φυλετικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι τόσο διαφορετικά και πολύπλοκα σε σχέση με αυτό της ανεξιθρησκίας που απαιτούν διαφορετικές αρχές τις δικαιοσύνης, πέρα από τον ορισμό της απλά ως επιείκεια.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν του τις κριτικές, τις οποίες δέχθηκε το έργο του Θεωρία της Δικαιοσύνης για αυτό ακριβώς στο οποίο και ο ίδιος αναφέρεται, για την εξαιρετικά αφαιρετική συγκρότηση της ιδέας της εύτακτης κοινωνίας[2], αλλά και την έλλειψη διάκρισης μεταξύ ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, επιδιώκει στο Πολιτικό Φιλελευθερισμό να ορίσει την έννοια της πολιτικής αντίληψης της δικαιοσύνης αίροντας τις όποιες αμφισημίες και αποφεύγοντας τον κίνδυνο της άρσης ορισμένων ηθικών αρετών σε κυρίαρχο ρυθμιστή του φιλελεύθερου συνταγματισμού.
Για το φιλόσοφο, ο φιλελεύθερος συνταγματισμός πρόσφερε μια επιτυχή, νέα κοινωνική δυνατότητα, εκείνη που επιτρέπει την ύπαρξη μιας σταθερής κοινωνίας πολλαπλότητας. Ωστόσο, το δομικό πρόβλημα του πολιτικού φιλελευθερισμού παραμένει και συνοψίζεται στο εξής: πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί η σταθερότητα και η δικαιοσύνη στον τρόπο με τον οποίο υφίσταται και λειτουργεί μια κοινωνία ίσων και ελεύθερων πολιτών, οι οποίοι διαφωνούν στα ηθικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά πιστεύω τους;
Και τούτο πρέπει να απαντηθεί ως πρόβλημα πολιτικής δικαιοσύνης και όχι υπέρτατου αγαθού[3]. Δεν μπορεί να τεθεί ως πρόβλημα και να απαντηθεί μέσω μιας αξιολόγησης ηθικών κρίσεων. Ο φιλόσοφος με το έργο του Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη όχι ως αληθινή, αλλά ως εύλογη. Η έννοια της δικαιοσύνης έχει ως αναγκαία χαρακτηριστικά, όλα όσα οδηγούν σε ένα αποτελεσματικό σύστημα συνεργασίας:με δημόσιους αναγνωρισμένους κανόνες και διαδικασίες, μια ορισμένη ιδέα αμοιβαιότητας και μια «ορισμένη ιδέα περί του ορθολογικού οφέλους ή, αλλιώς, του αγαθού κάθε συνεργαζόμενου υποκειμένου».
Βεβαίως, εδώ τίθεται το ερώτημα εάν οποιοδήποτε εύλογο δόγμα που υπάρχει σε μια κοινωνία είναι ορθό, περιέχει μια σωστή αντίληψη της πολιτικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, τίθεται το μεγάλο ζήτημα τι συμβαίνει εάν την ηγεμονία κατέχει μη εύλογο πολιτικό δόγμα. Για το τελευταίο, ο φιλόσοφος προστρέχει στον πολιτικό κατασκευισμό.
Πιο συγκεκριμένα, προστρέχει στον πολιτικό κατασκευισμό κατά του καντιανού κατασκευισμού. Ο πολιτικός κατασκευισμός «λέει μόνο πως για μια εύλογη και χρηστική πολιτική αντίληψη τίποτε περισσότερο δεν χρειάζεται πέρα από μια δημόσια βάση στις αρχές του πρακτικού λόγου, αλληλένδετες με κάποιες αντιλήψεις της κοινωνίας και του προσώπου»[4]. Ωστόσο, ο πολιτικός κατασκευισμός συνιστά ουσιαστικά μονάχα θεώρηση των πολιτικών πρακτικών και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για τη στάση έναντι των μη ευλόγων δογμάτων. Η έννοια της επάλληλης συναίνεσης των ευλόγων και περιεκτικών δογμάτων, η «εύλογη πολλαπλότητα σε αντιδιαστολή προς την πολλαπλότητα καθαυτή» αποβλέπουν στην ισχυροποίηση της ιδέας της πολιτικής αντίληψης της δικαιοσύνης.
Για αυτό, ακριβώς, το λόγο ο φιλόσοφος επιχειρεί να ορίσει το πολιτικό και συνταγματικό πλαίσιο επίτευξης της επάλληλης συναίνεσης. Στην απόπειρα του αυτή, αναφαίνεται μια σημαντική αδυναμία: η συγκρότηση μιας πολιτικής αντίληψης της δικαιοσύνης ευθυγραμμίζεται με το δικό μας περιεκτικό δόγμα, προτείνεται στο πλαίσιο της ιδιαίτερης μας θεώρησης για την αλήθεια ή την ευλογότητα. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αδυναμία, ο Ρωλς προκρίνει, τελικά, το ορθό έναντι του αγαθού. Η πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης περιορίζει τα πρωταρχικά αγαθά ως ανάγκες των πολιτών για να απαντήσει «πως είναι δυνατό να υπάρξει, με δεδομένη την εύλογη πολλαπλότητα, μια δημόσια κατανόηση του τι πρέπει να μέτρα για ευνοϊκό στα ζητήματα πολιτικής δικαιοσύνης»[5].
Ο Ρωλς, προκειμένου να παλέψει με τα κενά και τους φορμαλισμούς, που γεννά το οικοδόμημά του, καταφεύγει στο να προκρίνει κάποιες ηθικές αρετές και δυνάμεις, ως ρυθμιστικές της επάλληλης συναίνεσης. Και με αυτό τον τρόπο παραμένει αναπάντητο το ερώτημα των τελικών κριτηρίων για τα δόγματα. Όπως, ο ίδιος επισημαίνει το να αναγνωρίζουμε τις θεωρήσεις των άλλων ως εύλογες, δεν σημαίνει ότι αυτόχρημα τις αναγνωρίζουμε και ως αληθινές, δε σημαίνει ότι υπάρχει επίκοινη δημόσια βάση.
Συμπερασματικά, ο Ρωλς με τον Πολιτικό Φιλελευθερισμό προκάλεσε έναν παγκόσμιο διάλογο, εξαιρετικά γόνιμο, αλλά στην προσπάθεια του να άρει τις προηγούμενες αμφισημίες του έργου του, δημιούργησε «στο μεταξύ και πολλές οφειλές.[6]»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] «Ο ρωλσιανός φιλελευθερισμός σήμερα διανύει την επώδυνή του ενηλικίωση.» (Ρωλς 2004, προλογικό σημείωμα:ΧΙ).
[2] «Το σοβαρό πρόβλημα που έχω στο νου μου αφορά την ιδέα της εύτακτης κοινωνίας, την οποία στη Θεωρία παρουσίαζα μη ρεαλιστικά.» (Ρωλς 2004:4)
3 Το τελευταίο καθιστά ιδιαίτερη διαφωτιστική τη σύγκριση στην οποία έχει προβεί ο Τζων Ρωλς μεταξύ αρχαίου κόσμου και μεσαιωνικού χριστιανισμού. Η ηθική φιλοσοφία στον αρχαίο κόσμο, αναδύεται σε ένα πλαίσιο, οπου δεν υπάρχει η ιδέα του υπέρτατου αγαθού, όπως στον μεσαιωνικό χριστιανισμό. Ενός αγαθού που δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης, όπως και η έννοια του ηθικού χρέους, η οποία θεμελιωνόταν με την πίστη στο θείο νόμο. Η αρχαία θρησκεία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν μονάχα πολιτική, χωρίς σωτηριολογικά, δογματικά και επεκτατικά δόγματα που «θρέφουν» τη μισαλλοδοξία ως βασικό συστατικό ενότητας για μια εύτακτη κοινωνία.
[4]«Ο πολιτικός κατασκευισμός, λοιπόν, δεν επικρίνει τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή μεταφυσικές παρουσιάσεις της αλήθειας των ηθικών κρίσεων και της εγκυρότητάς τους. Η ευλογότητα είναι το κανονιστικό του κριτήριο για την ορθότητα, και με δεδομένους τους πολιτικούς του σκοπούς, δεν χρειάζεται καθόλου να προχωρήσει πέρα από αυτήν.» (Ρωλς 2004:168)
[5] (Ρωλς 2004:230)
[6] (Ρωλς 2004:20)

Έναρξη Διαπραγματεύσεων: Μύθοι και Επισημάνσεις.

Μύθος πρώτος: «ο καλός Ερντογάν και οι κακοί στρατηγοί».
Επισήμανση: Το πιο σημαντικό που έχει κατορθώσει ο σημερινός πρωθυπουργός της γείτονος χώρας είναι να αποστασιοποιηθεί με τον πλέον δυνατά διακριτό τρόπο από αυτό που με έναν αρκετά μεταφυσικό τρόπο ορίζουμε ως βαθύ κράτος της Τουρκίας. Ξεχνάμε, ωστόσο, ότι στην παγκόσμια συγκυρία δαιμονοποίησης του Ισλάμ, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι λαοί της Ευρώπης είπαν όχι πρωτίστως στη μαντίλα και δευτερευόντως στον ανεξέλεγκτο οικονομικά ρόλο του στρατού στη γειτονική Τουρκία. Μεγάλο τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Τουρκίας προσβλέπουν από την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας τους την απελευθέρωση από το χαλινό του εκκοσμικευμένου κράτους που έχει επιβάλλει ο κεμαλισμός και οι αντιπρόσωποί του, οι στρατιωτικοί. Επιθυμούν να γίνουν ευρωπαίοι για να μπορούν άφοβα να φορέσουν την μαντίλα. Προσβλέπουν, δηλαδή σε αυτό που φοβίζει τους ευρωπαίους. Επομένως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από μια μανιχαϊκή διάκριση τύπου σπαγκέτι-γουέστερν, με τον καλό πρωθυπουργό, τους κακούς στρατηγούς και τους άσχημους γκρίζους λύκους.
Μύθος δεύτερος: η ευρωπαϊκή απάντηση που υποτίθεται δόθηκε με την έναρξη των διαπραγματεύσεων στην αμερικανική θεωρία περί σύγκρουσης πολιτισμών του Χάντινγκτον. Ο Τούρκος πρωθυπουργός δήλωσε με έμφαση ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία θα αποδείξει ότι η Ευρώπη δεν είναι ένα φοβικό, κλειστό κλαμπ χριστιανικών κρατών με καμία ανοχή στη θρησκευτική διαφορά. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. κος Μπαρόζο, προέτρεπε, από την άλλη, την Τουρκία να «κερδίσει τις ψυχές και τις καρδιές των ευρωπαίων πολιτών».
Επισήμανση: Ας μην βιαζόμαστε, όμως, αφού το συγκεκριμένο αναλυτικό πλαίσιο με τα αντίστοιχα εργαλεία δεν είναι τόσο καινοφανές και ρηξικέλευθο, όσο παρουσιάζεται. Άσχετα από την αρτιότητα συγκρότησης του επιχειρήματος, πιστεύουμε ότι μια προσεχτική ανάγνωση της παγκόσμιας ιστορίας αποδεικνύει πως οι συγκρούσεις και οι εντάσεις μεταξύ στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών συνασπισμών της εκάστοτε εποχής ενδύονταν πολλές φορές το μανδύα αγεφύρωτων πολιτισμικών ή θρησκευτικών διαφορών. Η περαιτέρω διερεύνηση της τελευταίας παρατήρησης δεν είναι βέβαια της παρούσης.
Ωστόσο είναι σημαντική, εάν επιθυμούμε να μη προτρέχουμε σε σενάρια περί αρχής νέας περιόδου της ιστορίας με αντίστοιχα και δυσνόητα προς επίλυση προβλήματα, που μας καθιστούν αμήχανους-ας θυμηθούμε τη θεωρία περί τέλους της ιστορίας που κυριαρχούσε στις αναλύσεις μέχρι πρότινος. Και είναι, επίσης, χρήσιμη, εάν δεν θέλουμε να ολισθήσουμε, αλλά και να τροφοδοτήσουμε την αντι-ισλαμική υστερία, η οποία θα χωρίσει τον κόσμο και πολιτισμικά και θα προωθήσει αυτά τα σενάρια περί τρομερού πόλεμου των πολιτισμών.
Μύθος τρίτος: η έναρξη των διαπραγματεύσεων θα απομακρύνει τον κίνδυνο μιας δεύτερης νύχτας των Ιμίων. Επισήμανση :Στη χώρα μας, πολιτικοί και αναλυτές έχουν ποντάρει στο αισιόδοξο σενάριο της εξημέρωσης του θηρίου με το αντάλλαγμα της ημερομηνίας ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Κανένας σοβαρός αναλυτής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι από τη στιγμή που η Τουρκία μπήκε σε τροχιά ένταξης θα παύσει να διεκδικεί με τον γνωστό σε όλους μας επιθετικό τρόπο. Επίσης, κανένας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σενάριο να είναι η ίδια η Τουρκία που θα θελήσει κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις και να οδηγηθεί σε προνομιακή σχέση. Το πρόβλημα που επισημαίνουμε, ωστόσο, είναι ότι τουλάχιστον για την ώρα δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι υπάρχει κάποιο άλλο σενάριο από μέρους της ελληνικής πλευράς πέρα από το υπεραισιόδοξο που θέλει τον αντίπαλο να ξεδοντιάζεται σιγά σιγά.
Εφημερίδα METRO, 05/10/2005

Διαπραγματεύσεις εντός των τειχών. Αριέλ Σαρόν, ο «μπουλντόζας».

Ο Αριέλ Σαρόν γεννήθηκε το 1928 στην υπό βρετανική κατοχή Παλαιστίνη. Εντάχθηκε, έφηβος όντας, σε ομάδες κρούσεις κατά των Παλαιστινίων, στην περιβόητη Χαγκάνα, την εβραϊκή αντίσταση. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1948, τον «βρίσκει» στρατιωτικό με πολλά υποσχόμενη καριέρα, αφού ήταν ήδη γνωστός για τη σκληρότητα και τις βίαιες μεθόδους με τις οποίες πολεμούσε. Οι φανατικοί οπαδοί και φίλοι, μάλιστα, συνηθίζουν να τον αποκαλούν ο «μπουλντόζας». Πολύ γρήγορα από Διοικητής της στρατιωτικής σχολή πεζικού αναλαμβάνει τη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου της Βόρειας Διοίκησης το 1964. Διοικητής των στρατευμάτων που εισέβαλαν το 1953 στην Ιορδανία, το 1956 στην κρίση του Σουέζ, αλλά και το 1967 με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών και το 1973 με τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Να σημειωθεί ότι υπήρξε επικεφαλής ειδικής μονάδας καταδρομών ενάντια σε κάθε προσπάθεια αραβικής διείσδυσης, εντός του Ισραήλ, τη δεκαετία του ̀50, αλλά και εναντίον των Παλαιστινίων ανταρτών, τη δεκαετία του ̀70.
Το 1972 υποβάλλει την παραίτησή του, αλλά επιστρέφει σχεδόν ένα χρόνο αργότερα με το βαθμό του αντιστράτηγου, όταν ξεσπά ο Πόλεμος του Γιομ Κιπουρ. Ήταν τα στρατεύματα του αντιστράτηγου Σαρόν που εξολόθρευσαν την τρίτη αιγυπτιακή στρατιά, καθιστώντας θρυλική τη μορφή του ανάμεσα στους φανατικούς εθνικιστές Ισραηλινούς και όχι μόνο.
Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα «κεφαλοποιεί» την πιο πάνω αναφερθείσα δημοτικότητα εμπλεκόμενος στην πολιτική ως συνιδρυτής του Λικούντ και γίνεται βουλευτής της Κνεσέτ. Παραιτείται το 1974 για να αναλάβει τα καθήκοντα συμβούλου Ασφαλείας παρά τω πρωθυπουργώ Γιτζάκ Ράμπιν. Από το πόστο του ως Υπουργός Γεωργίας, στην κυβέρνηση Λικούντ-Χερούτ με πρωθυπουργό τον Μεναχέμ Μπέγκιν, το 1977, αυξάνει τους εποικισμούς στα κατεχόμενα. Όταν δε αναλαμβάνει τη θέση του Υπουργού Οικισμού, σημειώνεται η εγκατάσταση του μεγαλύτερου αριθμού εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, από την κατάληψη των εδαφών αυτών και ύστερα. Το 1981 και ως το 1983 αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Υπουργού Άμυνας και με την εισβολή στο Λίβανο πλαγιοκοπεί τους αντάρτες της ΟΑΠ στην περιοχή. Η φρικιαστική σφαγή των περίπου 2.500 Παλαιστινίων αμάχων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, που διήρκεσε δυο ημέρες οδηγεί σε επίσημη στρατιωτική έρευνα. Ο Σάρον απαλλάσσεται των καθηκόντων του, αλλά δεν μπαίνει στο περιθώριο. Διατελεί υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου στις κυβερνήσεις Λικούντ-Εργατικών και Σαμίρ. Τη διετία 1990-1992 και λίγο πριν χάσει ο Σαμίρ από τον Ράμπιν, ο Σαρόν αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Υπουργού Οικισμού. Το 1998, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Νετανιάχου αρνείται να συνομιλήσει, ακόμα και να σφίξει το χέρι του Γιασέρ Αραφάτ, στις συνομιλίες που έλαβαν χώρα στο Μέριλαντ.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2000 και κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων της ισραηλινής κυβέρνησης με τους Παλαιστινίους, ο Σαρόν αποφασίζει να επισκεφθεί το Όρος του Ναού, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, περιοχή που θεωρείται από τους Παλαιστινίους δική τους, με αποτέλεσμα να δυναμιτίσει τις διαπραγματεύσεις. Η επίσκεψή του πυροδότησε μεγάλης έκτασης ταραχές και η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε πριν καλά καλά αρχίσει.
Μετά την εκλογή του Μαχμούντ Αμπάς και με αφορμή τα 60 χρόνια από το Ολοκαύτωμα ο Αριέλ Σαρόν κούνησε το δάχτυλό του προς όλους τονίζοντας: «Το κράτος του Ισραήλ έμαθε το μάθημα αυτό και, από την ίδρυσή του, προστάτευσε τον εαυτό του και τους πολίτες του και παρέχει ασφάλεια στους απανταχού Εβραίους. Ξέρουμε ότι μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στον εαυτό μας…Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι αυτό είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου εμείς, οι Εβραίοι, έχουμε το δικαίωμα και την ισχύ να αμυνθούμε με τη δική μας δύναμη. Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να το παραδώσουμε.».

Μαχμούντ Αμπάς, ο «Τυνήσιος».

Ο Μαχμούντ Αμπάς γεννήθηκε το 1935 στην υπό βρετανική τότε κατοχή Παλαιστίνη, στην πόλη Σαφέντ. Με σπουδές νομικών επιστημών στην Αίγυπτο, υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στη Μόσχα. Ο Μαχμούντ Αμπάς, ευρέως γνωστός ως Αμπού Μάζεν, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φατάχ, της πολιτικής πτέρυγας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Συνόδευσε τον Γιασέρ Αραφάτ στην εξορία του στην Ιορδανία, το Λίβανο και την Τυνησία. Όλα δείχνουν ότι δε διαθέτει ιδιαίτερα μεγάλο έρεισμα στη βάση του Παλαιστινιακού λαού, ο οποίος τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους λεγόμενους «Τυνήσιους» που ακολουθούσαν τον Αραφάτ στην εξορία και επέστρεψαν στα Κατεχόμενα σχετικά πρόσφατα. Το προφίλ του διαγράφηκε σύντομα ως εκείνο του θεωρητικού. Πολυγραφότατος, μετράει στο βιογραφικό του την έκδοση αρκετών συγγραμμάτων. Υπάρχουν, ωστόσο, κατηγορίες εναντίον του από αρκετούς εβραίους, όσον αφορά όχι μόνο το συγγραφικό του έργο εν γένει, αλλά ακόμα και για τη διδακτορική του διατριβή. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν καταγγελίες ότι στο βιβλίο του « Η Άλλη Πλευρά: η μυστική Σχέση μεταξύ Ναζισμού και του Σιωνισμού», αρνείται το ολοκαύτωμα. Η πιο πρόσφατη διάψευση του Μαχμούντ Αμπάς στις πιο πάνω κατηγορίες είναι αυτή που έκανε τον περασμένο Μάιο, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Χαάρετζ.
Το Μάιο του 2003 αναλαμβάνει καθήκοντα πρωθυπουργού, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα-μόλις τέσσερις μήνες μετά- υποβάλει την παραίτησή του. Κατά πως φαίνεται δεν ήταν σε θέση να κρατήσει ισορροπία ανάμεσα στα ισραηλινά πυρά, εκείνα της Χαμάς, αλλά και την έλλειψη διάθεσης από μέρους του Αραφάτ να παραδώσει την εξουσία στον Αμπάς.
Στις αρχές του Ιανουαρίου του 2005 κερδίζει τις προεδρικές εκλογές με άνεση και είναι πια ο διάδοχος του Γιασέρ Αραφάτ στην ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, ο Αμπάς συγκέντρωσε το 62,32% των ψήφων έναντι 19,8% του δεύτερου υποψηφίου, του Μουστάφα Μπαργούτι. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον τηλεοπτικό σταθμό Αλ Τζαζίρα, η συμμετοχή των Παλαιστινίων στις εκλογές δεν ξεπέρασε το 46%, αφού από τους 1.757.756 Παλαιστινίους που έχουν δικαίωμα ψήφου, προσήλθαν στις κάλπες μόνο 802.077, εκ των οποίων οι 501.448 ψηφίσαν υπέρ του Μαχμούντ Αμπάς. Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή τόνισε με ανακοίνωσή της ότι ο αριθμός όσων Παλαιστινίων είχαν δικαίωμα ψήφου δεν είναι αξιόπιστος, αφού βασίζεται σε ισραηλινούς κατάλογους συνταγμένους το 1996. Στους εκλογικούς καταλόγους που είχε στην κατοχή της η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, ο αριθμός των εκλογέων ήταν μεγαλύτερος του 1.200.000. Να ληφθεί υπ΄όψιν ότι οι παλαιστινιακές οργανώσεις, Χαμάς και Τζιχάντ, είχαν ζητήσει την αποχή των Παλαιστινίων, γεγονός που σε ορισμένες περιοχές υπήρξε καταλυτικό για το αποτέλεσμα.
Στις 14 Ιανουαρίου ο Μαχμούντ Αμπάς εγκαταστάθηκε στη Μουκάτα και προσέφερε «…αυτή τη νίκη υπέρ της ψυχής του μάρτυρα αδελφού μας Γιάσερ Αραφάτ, αλλά και υπέρ όλων των Παλαιστίνιων».

Σχέδια και προσδοκίες.

Η ανάδειξη του Μαχμούντ Αμπάς στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής, ο πυρετός των διαβουλεύσεων, οι συναντήσεις κορυφής μετά το αιματοκύλισμα τεσσάρων χρόνων, δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο. Η επίσκεψη της υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Κοντολίζα Ράις, στην περιοχή με δηλώσεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον Μαχμούντ Αμπάς «πραγματικό πλεονέκτημα για την ειρηνευτική διαδικασία», αλλά και το διάγγελμα του προέδρου των Η.Π.Α που τονίζει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος εντός των επόμενων τεσσάρων χρόνων γεννούν προσδοκίες και ελπίδες και στις δυο πλευρές. Θέτουν όμως και όρια και ακόμα περισσότερο θρέφουν και καχυποψία για το αποτέλεσμα αυτού του διπλωματικού πυρετού. Ενδεικτικές είναι και οι δηλώσεις της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Μ. Ολμπράιτ, στη διάσκεψη επιχειρηματιών που είχε οργανωθεί στο Κάιρο από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. «Ελπίζω ότι η νέα παλαιστινιακή ηγεσία θα καταλαβαίνει τι της προσφέρεται. Ο Αραφάτ απέρριψε την καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο κάθε Παλαιστίνιος», τόνισε η κ. Μ. Ολμπράιτ.

Ισραηλινά Σχέδια

Η προτεραιότητα του Ισραηλινού πρωθυπουργού διαφαίνεται ότι είναι η επαναφορά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του Οδικού Χάρτη. Ωστόσο, Ισραηλινοί αξιωματούχοι, λίγες μόνο ώρες μετά τη συνάντηση στο θέρετρο Σαρμ Ελ Σεΐχ, τόνιζαν ότι οι συνθήκες για μια συζήτηση, αναφορικά με την εφαρμογή του Οδικού Χάρτη, δεν έχουν ακόμα ωριμάσει. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός φαίνεται να ανησυχεί κυρίως για το δημογραφικό, δηλαδή για το ρυθμό ανάπτυξης του παλαιστινιακού πληθυσμού σε περιοχές που το Ισραήλ επιθυμεί να θέσει εντός των συνόρων του. Τα σχέδια του, για αυτό το λόγο, στοχεύουν στην αποκοπή της Ιερουσαλήμ από τη Δυτική Όχθη, στην οριοθέτηση των συνόρων των παλαιστινιακών εδαφών με μονομερή τρόπο, μέσω του τείχους και στο διαχωρισμό Ισραηλινών και Παλαιστινίων στα κατεχόμενα.
Όσον αφορά την επαναφορά του Οδικού Χάρτη στο τραπέζι του διαλόγου, ο Αριέλ Σαρόν μάλλον θα επιδιώξει οι συζητήσεις να φθάσουν έως και το δεύτερο στάδιο από τα τρία που προβλέπονται. Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο τι περιλαμβάνεται στις τρεις φάσεις του Χάρτη. Κατά την πρώτη φάση, προβλέπεται η επανέναρξη του διαλόγου και η δημιουργία πλαισίου αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η δεύτερη φάση προβλέπει την απομάκρυνση των οικισμών των εποίκων από την περιοχή της Δυτικής Όχθης και τη Λωρίδα της Γάζας, καθώς και την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους με προσωρινά σύνορα. Κατά την τρίτη φάση και κρισιμότερη, προβλέπεται συμφωνία για το τελικό καθεστώς των συνόρων των δυο κρατών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις Αράβων, αλλά και δυτικών διπλωματών, ο Σαρόν θα καταβάλλει προσπάθειες να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις, εφόσον και εάν αρχίσουν, στη δεύτερη φάση του Οδικού Χάρτη. Δεν επιθυμεί να είναι αυτός που θα διαπραγματευθεί τα τελικά σύνορα της Παλαιστίνης. Η κατασκευή του τείχους, άλλωστε, δεν έχει άλλο σκοπό από το να θέσει τα τελικά σύνορα του παλαιστινιακού κράτους. Η κατασκευή του τείχους στη Δυτική Όχθη εντάσσει μεγάλους οικισμούς εποίκων αλλά και το οδικό δίκτυο υποστήριξης τους επιτυγχάνοντας το διαχωρισμό Ισραηλινών και Παλαιστινίων, αλλά πρωτίστως τη βιωσιμότητα των οικισμών και την εδαφική τους συνέχεια. Ξένοι παρατηρητές στην περιοχή τονίζουν ότι το Ισραήλ έθεσε πρόσφατα αίτημα προς τους διεθνείς δωρητές για χρηματοδότηση του παράλληλου οδικού δικτύου σε όλα τα τμήματα της Δυτικής Όχθης που περικλείονται από το τείχος, με σκοπό τον αποκλεισμό των Παλαιστινίων από περιοχές που βρίσκονται οικισμοί των εποίκων. Δημιουργούνται, εν ολίγοις, δυο κοινότητες Παλαιστινίων και εβραίων εποίκων εντός της Δυτικής Όχθης.

Παλαιστινιακά ζητούμενα

Όλα δείχνουν ότι η πίστωση χρόνου και η περίοδος χάριτος που έχει δοθεί στον νέο πρόεδρο της Παλαιστινιακής αρχής δε θα διαρκέσει για πολύ, καθώς δεν είναι σε θέσει να ελέγξει και να δεσμεύσει τις ισλαμικές οργανώσεις σε όσα ο ίδιος έχει ήδη δεσμευτεί έναντι των Ισραηλινών. Όλα δείχνουν ότι η διεθνής κοινότητα θα στηρίξει τον Μαχμούντ Αμπάς, χωρίς, ωστόσο, αυτή η στήριξη να είναι επαρκής για την επιτυχία των σχεδίων του. Είναι πλέον γνωστό ότι το Ισραήλ και οι Η.Π.Α ζητούν από το Μαχμούντ Αμπάς τον άμεσο τερματισμό της Ιντιφάντα και τον αφοπλισμό όλων των ισλαμικών οργανώσεων. Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τις οργανώσεις αυτές ούτε, βεβαίως, να τις αφοπλίσει, αφού το ποσοστό αποχής της τάξης του 40% μετράται ως δύναμη των οργανώσεων αυτών. Στις ερχόμενες εκλογές οι οργανώσεις αυτές θα συμμετέχουν σε όλες τις περιοχές, γεγονός που δυσκολεύει τη θέση του Αμπάς.
Έως αυτή τη στιγμή οι προτεραιότητες του Μαχμούντ Αμπάς περιορίζονται στην αναδιοργάνωση των παλαιστινιακών υπηρεσιών ασφαλείας σε όλα τα παλαιστινιακά εδάφη, στην πάταξη της διαφθοράς της Παλαιστινιακής Αρχής, στην οικοδόμηση κρατικών δομών, αλλά και στη αναδιοργάνωση των υφισταμένων. Ακόμα, επιθυμεί την κατάργηση των μονοπωλίων και την προώθηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων για την οικονομική ανόρθωση της Παλαιστίνης και την εύρεση εργασίας των Παλαιστινίων.
Αναφορικά με τις συμφωνίες των τελικών συνόρων του παλαιστινιακού κράτους και ο Μαχμούντ Αμπάς έχει λόγους να μη βιάζεται να προχωρήσει σε αυτές. Ιδιαίτερα δεν επιθυμεί τη συμφωνία για σχέδιο μακροχρόνιας ενδιάμεσης λύσης με καθορισμό προσωρινών συνόρων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στον περιορισμό του εθνικού χώρου στο 12% της ιστορικής Παλαιστίνης και στη δημιουργία ενός μορφώματος ουσιαστικά, το οποίο όμως θα ονομαστεί παλαιστινιακό κράτος και θα απαλλάξει το Ισραήλ από την κατηγορία της δύναμης κατοχής. Να σημειωθεί οι η κοινή παλαιστινιακή γνώμη δε φαίνεται να αποδέχεται μια συμφωνία τελικού καθεστώτος, κατά την οποία θα υπάρχουν υποχωρήσεις για την επιστροφή των προσφύγων και δε θα ξεκαθαρίζεται το καθεστώς της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Οι αντιδράσεις των Παλαιστινίων στη συμφωνία της Γενεύης προϊδεάζει για τις αντιδράσεις στις ισραηλινές προτάσεις για τελικό καθεστώς. Η όποια λύση διαγράφεται μακρινή και επώδυνη.
2005